Ιστορίες με Μυρμήγκια και Τζιτζίκια |
Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013 Μυρμηγκοϊστορίες Κατηγορία: Κινούμενα σχέδια Έτος: 2006 Σκηνοθεσία: Τζον Ντέιβις Ο 10χρονος Λούκας μετακομίζει με την οικογένειά του σε μια νέα πόλη και η αλλαγή στη ζωή του δεν του αρέσει καθολου [...] Η τιμωρία του λοιπόν είναι να ζήσει ανάμεσα τους για να διαπιστώσει πόσο δύσκολη είναι η ζωή τους. Παντελία
Από τους μύθους του Αισώπου.
Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι και ένα μυρμήγκι. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει τη φωλιά του στα κλαδιά ενός δέντρου ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες του. Ήταν καλοκαίρι και μόλις ανέτειλε ο ήλιος, το μυρμήγκι ξεκινούσε την εργασία του. Έβγαινε από τη φωλιά του και έψαχνε να βρει διάφορους σπόρους. Όταν έβρισκε κάποιον, τον φορτωνόταν στην πλάτη και τον μετάφερε στην φωλιά του όπου τον αποθήκευε. Μερικές φορές οι σπόροι ήταν τόσο μεγάλοι που έπρεπε να τους κομματιάσει πριν τους μεταφέρει και αυτό σήμαινε διπλάσιο κόπο για το μυρμήγκι. Ο εργατικός μας φίλος εργαζόταν από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι ξυπνούσε αφού είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Έβγαινε από τη φωλιά του και αφού έτρωγε κάτι πρόχειρα, έπιανε το τραγούδι που μερικές φορές το συνέχιζε ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα. Εκτός από το να τρώει και να τραγουδάει δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Τι όλη μέρα δηλαδή, τη μισή μέρα αφού όπως είπαμε ξυπνούσε το μεσημεράκι. Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη και ήρθε ο καιρός που έφυγε το καλοκαίρι και έδωσε την θέση του στο φθινόπωρο. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει και τα φύλλα των δέντρων ένα ένα ξεράθηκαν και έπεσαν στην γη. Το μυρμήγκι, έχοντας αρκετές προμήθειες για να περάσει μέχρι την άνοιξη, καθόταν και απολάμβανε τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν πάνω στα ξερά φύλλα. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να φάει αλλά δεν υπήρχε τίποτα αφού όλα τα φύλλα, όπως είπαμε, είχαν ξεραθεί. Μην αντέχοντας άλλο την πείνα, πήγε στον γείτονα του, στο μυρμήγκι, και του είπε: - Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω γιατί όλα τα φύλλα έχουν ξεραθεί και δεν υπάρχει τροφή πουθενά. - Καλά, όλο το καλοκαίρι τι έκανες; Ρώτησε το μυρμήγκι. - Α! Το καλοκαίρι δεν πρόλαβα να μαζέψω τροφές γιατί είχα πολύ κέφι και τραγούδαγα όλη μέρα. - Ε! Αφού τραγούδαγες το καλοκαίρι, ήρθε τώρα ο καιρός να χορέψεις, είπε το μυρμήγκι και γύρισε να δει κάτι αργοπορημένα πουλιά που πετούσαν προς το νότο. Θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τις δύσκολες μέρες. "Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν". Ο Αίσωπος ήταν σκλάβος στην αρχαία Ελλάδα που του άρεσε να παρατηρεί τόσο τους ανθρώπους όσο και τα ζώα. Οι περισσότεροι χαρακτήρες στις ιστορίες του είναι ζώα, μερικά από τα οποία αντιπροσωπεύουν ανθρώπινους χαρακτήρες σε ότι αφορά την ομιλία και τα συναισθήματα. Τα περισσότερα, όμως, διατηρούν τις ιδιότητες που έχουν σαν ζώα: οι χελώνες είναι αργές, οι λαγοί τρέχουν γρήγορα, τα λιοντάρια τρώνε ζώα κλπ. Ο Αίσωπος χρησιμοποιεί αυτές τις ιδιότητες και τις φυσικές τάσεις των ζώων για να τονίσει τις ανθρώπινες αδυναμίες και την σοφια. Κάθε μύθος έχει και ένα ηθικό δίδαγμα και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούνται αιώνες τώρα για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Από την ελληνική μυθολογία Ο Τιθωνός κατά την ελληνική μυθολογία ήταν γιος του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα και της Στρυμούς· τον αγάπησε η Ηώς η οποία παρεκάλεσε τον Δία να κάνει τον Τιθωνό αθάνατο, αλλά ξέχασε να του ζητήσει να τον διατηρήσει και νέο. Ο Τιθωνός λοιπόν έφθασε σε έσχατο γήρας, κι έτσι η Ηώς, που ως θεά ήταν και αθάνατη και αιώνια στην ίδια ηλικία, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει. Τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο που απλώς μιλά ακατάπαυστα, ανίκανο για νεανική δράση: το έντομο αυτό είναι ο τζίτζικας.
...πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια;
Γιώργος Σεφέρης, Κίχλη.
|