Η ιστορία του Λεωνίδα |
Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014 - Ξύπ...να! Ξύπ...να! Είναι 7 το πρωί! Ξύ...πνα!!!, ακούστηκε από το εικονικό ξυπνητήρι του Αρς. Άλλη μια όμορφη μέρα ξεκινά στην πόλη με τους κατοίκους γεμάτους όρεξη να παίρνουν τα πολυοχήματά τους για να πάνε στη δουλειά τους και τα παιδιά τα αεροσκάφη για να πάνε στο σχολείο. Τα πολυοχήματα ήταν οχήματα που μπορούσαν να γίνουν αυτοκίνητα και πλοία και αεροπλάνα... Παράλληλα, στην άλλη πλευρά του πλανήτη, στην πόλη του Γιάννη, τα παιδιά ξυπνούσαν από τα κακαρίσματα του κόκορα και οι μεάλοι πήγαιναν στα χωράφια τους περπατώντας ή με ποδήλατα. Ο Αρς πηγαίνοντας στο σχολείο συνάντησε την Μία, μια φίλη του με την οποία δεν διέφεραν σε πολλά (εκτός βέβαια από την εξωτερική τους εμφάνιση και το γεγονός ότι ο ένας ήταν αγόρι και η άλλη κορίτσι). Το σχολείο των παιδιών τότε ήταν λίγο εξελιγμένο για την εποχή. Είχε αυτόματους κυλιόμενους διαδρόμους, που σε πήγαιναν στην τάξη, διαδραστικούς πίνακες, ταμπλέτες αντί γαι βιβλία και φυσικά ρομπότ αντί για κανονικούς καθηγητές. Αντιθέτως, ο Γιάννης παρότι ήταν πια 13, ήταν μαζί στην τάξη με όλα τα μικρότερα παιδιά, αφού υπήρχαν μόνο δύο αίθουσες στο σχολείο. Το μεσημέρι ο Αρς κατέβασε τις απαντήσεις των μαθημάτων που είχε για το σπίτι,όπως κάνει συνήθως και κάθισε στον υπολογιστή, ο οποίος αναγνωρίζοντας το πρόσωπό του άνοιξε απευθείας το αγαπημένο του παιχνίδι. Εκείνη την ώρα που γυρνούσε ο Αρς ήταν η ώρα αιχμής, αφού όλοι τελείωναν τις δουλειές τους με αποτέλεσμα οι εναέριοι και οι δρόμοι στο έδαφος να ήταν γεμάτοι. Εντυπωσιακόι ήταν το γεγονός πως κάποια ζώα κυκλοφορούσαν ελεύθερα, αφού συνήθως οι άνθρωποι έβλεπαν ζώα μόνο σε παλιές ταινίες, τότε που υπήρχε πληθώρα από αυτά. Όταν τελείωσε το σχολείο, ο Γιάννης και οι φίλοι του βγήκαν στους δρόμους και ξεκίνησαν να συναγωνίζονται μεταξύ τους στο τέρμα και στα πεντόβολα. Η πόλη του Γιάννη είναι σαν κι εκείνες που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, όπου αφήνουν ανοιχτές τις πόρτες τους και άλλα τέτοια που ο Αρς μόνο έβλεπε στις ειδήσεις οι οποίες συνεχώς την δυσφημούσαν και την έκαναν μισητή απ' όλους. Παρόλα αυτά ο Αρς θα ήθελε να την επισκεφτεί, αφού θα ήταν μια περιπέτεια για αυτόν, όπως έλεγε στους γονείς, οι οποίοι ουτε καν ήθελαν να το συζητήσουν. Μια ξαφνική διακοπή ρεύματος μπλόκαρε ολόκληρη την πόλη. Συναγερμοί άρχισαν να χτυπούν και παιδιά να ουρλιάζουν. Παρότι ήταν πολύ εξελιγμένοι τεχνολογικά σε όλα, δεν είχαν κατορθώσει να βρουν λύση στην περίπτωση που μόλις ένα δωμάτιο πάθαινε διακοπή ρεύματος, να μην γινόοταν γενικό μπλακ άουτ στην πόλη. Ο Αρς εντούτοις δεν πανικοβλήθηκε. Ήταν συνηθισμένος σ' αυτά, αφού κάθε μέρα έβλεπε κάτι παρόμοιο στα όνειρά του. Τότε ηταν που έπεσε για ύπνο. Την άλλη μέρα ο Γιάννης θα πήγαινε οικογενειακή εκδρομή στην πόλη του Αρς. Δυστυχώς, στο τέλος του προοσισμού του ξέσπασε μια φωτιά στο λεωφορείο που τον μετέφερε. Ήταν ο τελευταίος επιζών. Όταν κατάφερε να καθαρίσει η όρασή του από τους καπνούς, έμεινε έκπληκτος με ανοιχτό το στόμα να κοιτάζει ό,τι βρισκόταν γύρω του. Έψαχνε ένα μέρος για να μπρέσει να βρει το δρόμο του αλλά δε βρήκε τίποτα. Παντού υπήρχαν πανύψηλα κτήρια με μικρά παράθυρα φτιαγμένα από μέταλλο. Ξαφνικά έπεσε όλως τυχαίως πάνω στον Αρς. - Ωχ, με συγχωρείς. Μήπως ξέρεις αν υπάρχει κανένα αστυνομικό τμήμα ή κάτι τέτοι εδώ κοντά; ρώτησε ο Γιάννης. Ο Αρς ξέσπασε σε γέλια. - Μα καλά, από πού είσαι; Όλα αυτά που λες έχουν εξαφανιστεί εδώ κια αιώνες. Τώρα ό,τι χρειαζόμαστε μας το δίνουν οι υπολογιστές. Ο Γιάννης τον κοίταξε με ένα βλέμμα απορίας και τον ρώτησε τι είναι ο υπολογιστής. Τότε ο Αρς διέκοψε το μακροχρόνιο γέλιο του που είχε ήδη αρχίσει από την πρώτη ερώτηση του Γιάννη. - Αλήθεια, από πού είσαι; τον ρώτησε ο Αρς. Όταν ο Γιάννης του απάντησε, ο Αρς έμεινε έκπληκτος. Ήταν η ευκαιρία του να μάθει τα πάντα γι' αυτόν τον τόπο. Έτσι πήγε τον Γιάννη σπίτι του, αφού πρώτα συστήθηκαν. Ο Γιάννης του εξήγησε τα πάντα για την πόλη του κια ο Αρς παρατήρησε πως η κοινωνία του δεν είχε καμία σχέση με αυτή του Γιάννη. Έτσι ο Αρς ξενάγησε τον Γιάννη στην πόλη του και του έμαθε τα πάντα για την τεχνολογία. Μάλιστα, όταν ο Γιάννης γύρισε στην πόλη του, έφερε πολλά από αυτά τα αντικείμενα και εξήγησε στους φίλους του και γενικότερα στους κατοίκους πως θα επέφεραν ριζικές αλλαγές στην κοινωνία τους. Όμως κανένας από αυτούς δεν τα αποδέχτηκε και είπαν στον Γιάννη να τα πετάξει. Έτσι κι έκανε. Οι κάτοικοι της πόλης του δεν ήθελαν αυτές τις ριζκές αλλαγές στην κοινωνία τους. Ήθελαν να παραμείνουν όπως είναι, γιατί αυτοί γνώριζαν τις συνέπειες αυτών των μηχανών. Μετά από λίγα χρόνια έμαθε και ο Γιάννης...
|