Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015
- Έλα, γέρο, να πιεις τον καφέ σου.
- Βάλε και νερό.
- Σου 'βαλα, δεν βλέπεις;
- Γιαγιά, πάω στο δάσος για να κόψω λουλούδια.
- Πήγαινε κοριτσάκι μου.
- Πρόσεχε, Μαρία μου. Να μας φτιάξεις ένα στεφανάκι και να τα βάλουμε σ' ένα βάζο.
Ντίνα
- Στάθαινα, φτιάξε μου και εμένα έναν καφέ.
- Τώρα κυρ Νίκο.
- Γιαγιά, έρχομαι να σε βοηθήσω κι εγώ.
- Εντάξει Μαριγώ μου
[Φτιάχνουν τον καφέ και τον πηγαίνουν στον κυρ Νίκο]
- Ευχαριστώ. Πού είναι ο μπαρμπα-Στάθης;
- Έχει πάει για κυνήγι.
- Α! Για κυνήγι. Ποιος τη χάρη μας! Θα μας φέρει λαγό να φάμε.
- Μπα... Έχει 88 χρόνια να φέρει.
- Εγώ πάντως λέω ότι σήμερα κάτι θα φέρει.
- Γιαγιά, έρχεται ο παππούς!
- Άντρα μου, βάρεσες τίποτα;
- Παραλίγο και θα τον βάραγα, αλλά μου 'φυγε.
[Ο μπαρμπα-Στάθης φεύγει με την εγγονή του και πάνε στο σπίτι].
- Καλά, φεύγω κι εγώ
- Γιατί κυρ Νίκο;
- Θα με φωνάζει η γυναίκα μου αν αργήσω.
- Καλά, δώσ' της τότε χαιρετίσματα.
Χριστίνα
- Αργυρήηηη, φτιάξε καφέ τώρα.
- Μήτσουμ, περίμενε. Ήρθε η Μαριγούλα, η εγγονή μας.
- Παππού, γιαγιά, πού είστε;
- Τρέχα τώρα ν' ανοίξεις στο κορίτσι.
- Ντάξει Μήτσουμ. Πάω, δεν είμαι κουφή.
- Γεια παππού, γεια γιαγιά. Τι κάνετε;
[ Και το κουτσομπολιό συνεχίζεται].
Βάσω
- Γυναίκα, πήγαινε στον καλεσμένο λίγο καφέ.
- Τώρα αμέσως μπαρμπαστάθη.
- Πώς με είπες μουρλόγρια;
- Μπαρμπαστάθη σε είπα.
- Να με λες αλλιώς μπροστά σε κόσμο. Ας με φώναζες απλώς "γέρο".
- Ωραία! θα σε φωνάζω τρελόγερο. Εντάξει;
- Α, για σας παρακαλώ! Μην τσακώνεστε άλλο. Παππού, τη γιαγιά θα τη λες γιαγιά και εσύ γιαγιά, τον παππού θα τον φωνάζεις παππού. Καταλάβατε;
- Καταλάβαμε.
- Πάλι καλά που καταλάβατε. Τώρα που λύσαμε αυτό το θέμα, γιαγιά, άντε στον καλεσμένο λίγο καφέ και νερό.
- [Όλοι μαζί] Πάλι καλά που συνεννοηθήκαμε επιτέλους.
- Σε ευχαριστώ εγγονή μου που μας έβαλες σε μια σειρά. Τι θα κάναμε αν δεν υπήρχες εσύ;
- Έχεις δίκιο παππού. Σε ευχαριστούμε για όλα.
- Ήρθε να σε πάρει η μαμά σου.
- Αντίο! Στο καλό!
Ζέτα
- Γυναίκα, πήγαινε να μου φέρεις το νερό και το φλιτζάνι με τον καφέ μου.
- Αμέσως μωρέ Ορέστη. Μα σήκω κι εσύ λιγάκι να ξεμουδιάσουν τα πόδια σου. Όλη μέρα στην καρέκλα κάθεσαι.
- Καλά μωρέ γιαγιά, δε σε σκότωσε. Το φλιτζάνι με τον καφέ σου ζήτησε.
- Μα γιατί; Είπα τίποτα; Τον κατηγόρησα; Απλώς είπα να σηκωθεί λιγάκι να περπατήσει.
- Ναι αμέ, με την καλή κουβέντα στο στόμα είσαι πάντα εσύ.
- Έλα καλέ παππού, μη δίνεις σημασία. Έχει χάσει τα λογικά της.
- Ευχαριστώ, Αθηνά μου, μπορείς να μου φέρεις την πετσέτα μου;
- Ο! Μωρέ παππού, βαριέμαι. Άσε μες. Έγω τώρα πάω να σερβίρω στον καλεσμένο μας.
- Είδες Ορέστη; 'Εχεις γεράσει πια και σε βαριούνται όλοι.
- Ναι, γιατί εσύ τι έχεις κάνει;
- Εγώ τουλάχιστον δεν έχω ζαρωμένο πρόσωπο όπως εσύ.
- Σταματήστε και οι δύο. Είσαστε και οι δύο με ζαρωμένο πρόσωπο και έχετε και οι δύο γεράσει.
- Έλα μωρέ Ορέστη, να τα βρούμε και να αφήσουμε τους καβγάδες.
- Ναι, ναι. Δίκιο έχεις, να σταματήσουμε.
- Ναι, να σταματήσουμε αλλά να σηκώνεσαι κι εσύ λιγάκι.
- Πάλι με κατηγορείς;
- Ελάτε τώρα, κάτι είπαμε. Ο ένας θα βοηθάει τον άλλο και ο ένας θα αγαπάει τον άλλο.
Αγγελική |