Πρωτομαγιά

Στην αργατιά, στη χωρατιά το χιόνι, η γρίππη, η πείνα, οι λύκοι,

Ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.

Χειμώνας άγριος. Κ` η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.

Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.

 

Κωστής Παλαμάς, Ανθολογία, Συλλογή Γ.Κ. Κατσίμπαλη – Α. Καραντώνη,  Εστία, Αθήνα, σ. 387.

Τα παιδιά των ξενιτεμένων εργατών μας

 

Θείος, θεια στη Γερμανία

κι ο πατέρας μου στο μπάρκο.

Για δολάριο και για μάρκο

τι καημός και τι αγωνία!

 

Στο χωριό η ξαδέρφη μόνη,

φέτο το σχολείο βγάζει.

Μάνα, τη γιαγιά φωνάζει

και πολύ εύκολα βουρκώνει.

 

Ο πατέρας που `χει κλείσει

εννιά μήνες στο βαπόρι,

τη νιογέννητή του κόρη

πότε τάχα θα γνωρίσει;

 

Κάρτα, επιταγή, ένα γράμμα…

Αύριο θα `ρθει ο ταχυδρόμος;

Κάνε, Θε, ν` ανοίξει ο δρόμος

για του γυρισμού το θάμα.

 

Θείε, θεια, πατέρα, σώνει.

Σού `ναι αυτή η ζωή μια… μάρκα.

Με δολάρια και με μάρκα

τη χαρά μας ξαργυρώνει.

Δημήτρης Μανθόπουλος, Τραγουδώ την ειρήνη, Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1982, σ. 36.