Μια δική μας ιστορία

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Πίνακας, χαρά, στιγμές, ξενοδοχείο, παράθυρα, παρέα, απόσταση, σφύριγμα - ευτυχίας, σπιτιών, αναπνοής, τρένου, τριών αστέρων, νίκης, ζωγραφικής, φίλων. Συνδυάζουμε τις λέξεις και τις χρησιμοποιούμε σε μία δική μας ιστορία.

Όλα ξεκίνησαν όταν κάποια παρέα τριών φίλων, επισκέφτηκε το ξενοδοχείο τριών αστέρων όπου δούλευα. Εκείνη τη στιγμή τη θυμάμαι σαν να έγινε χτες, αν και συνέβη πριν δύο χρόνια.

Καθόμουν και κοίταζα έξω από το μικρό παράθυρο του ξενοδοχείου, όταν άκουσα το σφύριγμα του τρένου. Απο εκείνο κατέβηκε μια παρέα τριών φίλων και μου είπε ότι είχα κερδίσει το βραβείο του καλύτερου πίνακα ζωγραφικής. Εγώ τότε θυμήθηκα ότι είχα πάρει μέρος σε ένα διαγωνισμό ζωγραφιάς. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα είχα κερδίσει. Ύστερα, οι τρεις φίλοι έφυγαν και μου είπαν ότι θα ξανάρθουν για να μου δώσουν το βραβείο μου.

Η χαρά μου γι' αυτή τη νίκη ήταν τεράστια. Εγώ ήξερα ότι όποιος κέρδιζε το βραβείο, κέρδιζε 3.000.000 €. Έτσι, λοιπόν, δεν θα χρειαζόταν να δουλευω στο ξενοδοχείο. Αν έπαιρνα τόσα εκατομμύρια, θα είχα το δικό μου ξενοδοχείο και άλλοι θα δούλευαν για μένα. Αποφάσισα τότε να παραιτηθώ.

Αφού δεν εργαζόμουν πια, πήγα στο σπίτι μου και περίμενα την παρέα των τριών φίλων να έρθει. Καθώς θαύμαζα τη θέα απ' το παράθυρο του σπιτιού μου, χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα την πόρτα και παρέλαβα το βραβείο μου. Όμως, μου φαινόταν κάπως περίεργο. Ήταν ένα τεράστιο, μακρόστενο αντικείμενο τυλιγμένο. Όμως, δεν ανησυχούσα. Πίστεψα πως μέσα του υπήρχαν χρήματα.

Μόλις αποφάσισα να το ανοίξω, ήταν για μένα μια στιγμή γεμάτη ευτυχία. Βρισκόμουν σε απόσταση αναπνοής απ' το να γίνω εκατομμυριούχος. Μετά από εκείνο το σημείο δεν θυμάμαι τίποτα... μόνο τους τρεις φίλους πάνω απ' το κεφάλι μου, να με ρωτάνε αν είμαι καλά. Μου εξήγησαν πως είχα λιποθυμήσει. Μετά έφυγαν.

Καθώς πέρασαν λίγες μέρες, θυμήθηκα τι είχε συμβεί: Μόλις άνοιξα το βραβείο, κατάλαβα ότι δεν υπήρχαν χρήματα, αλλά μόνο ένας πίνακας. Ύστερα διάβασα ένα χαρτάκι που έλεγε: "Αυτό το βραβείο απονέμεται στον 25ο νικητή του διαγωνισμού". Δεν ήμουν πρώτη. Δεν θα γινόμουν εκατομμυριούχος.

Τώρα, δύο χρόνια αργότερα, θυμάμαι αυτό το γεγονός και γελάω με αυτό που έπαθα, αλλά συγχρόνως κλαίω, γιατί τώρα πια δεν έχω ούτε δουλειά ούτε τα εκατομμύρια που ονειρευόμουν. Έχω μόνο ένα πίνακα.

Μυρσίνη

 

Μια μέρα, μία παρέα φίλων, που ήθελαν να ηρεμήσουν από τους θορύβους της πόλης, διάλεξε ένα χωριουδάκι στην ύπαιθρο και ένα ξενοδοχείο που πρόσφατα είχε πάρει τρία αστέρια, για τις υπηρεσίες και τις ανέσεις που προσέφερε.

Η δουλειά των δύο από τους έξι φίλους ήταν να σκαρφαλώνουν σε παράθυρα σπιτιών, να τα ανοίγουν, να μπαίνουν μέσα στα σπίτια και να παίρνουν πολύτιμα αντικείμενα. Δηλαδή με δύο λέξεις, ήταν κλέφτες. Οι υπόλοιποι της παρέας νόμιζαν ότι ήταν λογιστές και πως ήρθαν σ' εκείνο το ξενοδοχείο για να ζήσουν στιγμές ευτυχίας. Όμως ο πραγματικός λόγος ήταν ένας πίνακας ζωγραφικής που φιλοξενούσε το ξενοδοχείο λόγω μίας έκθεσης ζωγραφικής. Φυσικά και οι δύο κλέφτες ήθελαν να τον αρπάξουν. Όμως τον φιλούσαν κάτι μερόνυχτα δύο δίμετροι άντρες με μεγάλες πλάτες και τεράστια χέρια.

Οι μέρες περνούσαν μέχρι που ήρθε η μέρα της αναχώρησης. Οι δύο κλέφτες είχαν μόνο τρεις ώρες μέχρι το τρένο να δώσει το σύνθημα της αναχώρησης, ένα σφύριγμα. Οι κλέφτες έπρεπε να σκεφτούν ένα σχέδιο. Τελικά, έπειτα από μία ώρα σκέψης, το βρήκαν. Πήραν βελάκια που τις άκρες τους τις πότισαν με δηλητήριο και τα έριξαν στους φρουρούς πισώπλατα. Οι "γορίλες" έπεσαν κάτω και ο πίνακας βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Η χαρά της νίκης είχε ζωγραφιστεί στα πρόσωπα των κλεφτών. Ξαφνικά κάτι τους χτύπησε στο κεφάλι και έπεσαν και οι δύο αναίσθητοι.

Έπειτα από τρεις ώρες βρίσκονταν μλεσα σ' ένα τρένο, αλλά όχι μεσά σ' αυτό με το οποίο έπρεπε να γυρίσουν, αλλά σ' ένα που κατευθυνόταν προς το Αλκατράζ, την αγαπημένη τους φυλακή. Καθώς από εκεί είχαν δραπετεύσει άνετα πέντε φορές: Δύο φορές τους εμπόδισαν μερικοί φύλακες, αλλά ξέφυγαν και τρεις φορές λίγο πιο δύσκολα. Όμως μόλις έφτασαν στο κελί τους, τους περίμενε μία έκπληξη. Το κελί δεν είχε μία, αλλά πέντε πόρτες και όλες δεν είχαν κλειδαριά,  καθώς τις έλεγχε ένας τύπος με τεράστια χέρια. Πώς τις έλεγχε; Έβαζε και τις δύο παλάμες του σε μια οθόνη, η οθόνη τις σκάναρε και τότε άνοιγε η μία πόρτα.

Μάλλον θα ήταν λιγάκι πιο δύσκολο, απ' ό,τι συνήθως, να δραπετεύσυν.

Θοδωρής

 

Μια φορά κι έναν καιρό, στο μακρινό βασίλειο της Καράμπα, του οποίου η πρωτεύουσα παλιορκούνταν από τους Χιλικουνούς, γεννήθηκε ένα αγόρι το οποίο θα έσωζε την πατρίδα του. Ήταν 17 Απριλίου του 1795.

15 χρόνια μετά:

Είναι πέντε το πρωί, 17 Απριλίου του 1810. Με το σφύριγμα του εχθρικού τρένου, οι Καραμπιανοί ορμούν προς τους Χιλικουνούς την ώρα που οι γραμμές του τρένου ανατινάζονται. Οι Χιλικούνοι αιφνιδιάζονται και ακολουθεί μάχη. Οι Καραμπιανοί βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τη νίκη.

Ύστερα από αυτή την ιστορική μάχη, χιλιάδες πίνακε ζωγραφικής αφιερώνονται στους Καραμπιανούς. Στιγμές ευτυχίας ακολουθούν στο καραμπιανό στρατόπεδο. Οι χαρές της νίκης διαδίδονται σε όλο το βασίλειο. Παρέες φίλων βγαίνουν στην πρωτεύουσα να πανηγυρίσουν τη νίκη που οδήγησε τους Χιλικούνους σε υποχώρηση. Ξενοδοχεία, μαγαζιά και σπίτια χτίζονται. Νέες ιδέες για παράθυρα σπιτιών υλοποιούνται. Επιχειρηματίες επενδύουν στο βασίλειο και σε τριών αστέρων ξενοδοχεία μένουν οι πλούσιοι τα καλοκαίρια.

Κ.

 

[...] Όταν πλέον το φορτίο έφτασε, μια περέα φίλων πήγε κοντά για να δει καλύτερα το έργο τέχνης. Ήταν η διάσημη "Μέδουσα" του Καραβάτζιο! Τα παιδιά άρχισαν να κάνουν πολλές ερωτήσεις στους μεταφορείς, με αποτέλεσμα να μην προσέξουν ότι υπήρχε μια λακούβα μπροστά. Η "Μέδουσα" εκτοξεύτηκε στον αέρα και βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από το έδαφος. Ευτυχώς ο Σούπερμαν εμφανίστηκε σαν αστραπή και έσωσε το αριστούργημα του διάσημου καλλιτέχνη.

Όλοι ένιωσαν ανακουφισμένοι και έζησαν στιγμές ευτυχίας. Άλλοι κοίταζαν από τα παράθυρα των σπιτιών τους. Επίσης, έγιναν και αγώνες δρόμου με έπαθλο την αηδιαστική "Μέδουσα" και φυσικά η χαρά της νίκης του αθλητή ήταν μεγάλη.

Γιάννος

 

Προχθές είδα ένα τρομερό όνειρο. Υποτίθεται ότι ήμουν σε ένα ξενοδοχείο τριών αστέρων. Εκεί ζούσαμε στιγμές ευτυχίας, αφού πήραμε μεγάλη χαρά από τη νίκη μας στο παγκόσμιο πρωτάθλημα μπάσκετ και είμαστε σε απόσταση αναπνοής από την κατάκτηση του κυπέλλου. Στη γειτονιά όλοι μας κοιτούσαν από τα παράθυρα των σπιτιών τους για το τέλειο πάρτι που κάναμε.

Τότε, έρχεται μια μεγάλη παρέα φίλων και μας ρώτησαν αν μπορούσαν να έρθουν στο πάρτι. Όταν τελειώσε το πάρτι, είδαμε πίνακες ζωγραφικής κατεστραμμένους. Ακόμα και το καθιστικό είχε καταστραφεί από τα αναψυκτικά. Όμως ξαφνικά ξύπνησα από ένα διαπεραστικό σφύριγμα τρένου στη γειτονιά.

Διονύσης

 

Σήμερα το πρωί, εκεί που κοιμόμουν σαν πουλάκι, ένα σφύριγμα τρένου με ξύπνησε. Άνοιξα το παράθυρο του σπιτιού μου και τι να δω; Μια παρέα φίλων που ζωγράφιζαν σε πίνακες ζωγραφικής και σφύριζαν δυνατά. Τους είπα να φύγουν, αλλά ήταν πολύ αγενείς και δεν έφευγαν. Έτσι, αποφάσισα να πάω να κοιμηθώ σ' ένα ξενοδοχείο τριών αστέρων. Το ξενοδοχείο ονομαζόταν "Στιγμές ευτυχίας" και ανακουφίστηκα, επειδή θα κατάφερνα επιτέλους να κοιμηθώ. Μα εκεί που νόμιζα η χαρά της νίκης με είχε πλημμυρίσει, άκουσα φωνές, τύμπανα και γενικά εκκωφαντική φασαρία που προέρχονταν από απόσταση αναπνοής απ' το δωμάτιό μου. Εγώ, μη θέλοντας να χάσω τον ύπνο μου, έφυγα από το ξενοδοχείο και πήγα να κοιμηθώ στη θεία μου. Όμως η ώρα είχε φτάσει 2:00 μ.μ. και κατάλαβα ότι έχασα εντελώς τον ύπνο μου.

Αλέξανδρος

 

Ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Η ζωγράφος Κάρλα Μανέα καθόταν μπροστά στο παράθυρο του σπιτιού της και σκεφτότανε. Ξαφνικά της ήρθε μια ιδέα. Εκείνες τις ημέρες γινόταν ένας διαγωνισμός για πίνακες ζωγραφικής και αποφάσισε να λάβει μέρος. Δεν ήξερε όμως τι να ζωγραφίσει. Μετά όμως της ήρθε μια ιδέα πολύ πρωτότυπη: Να ζωγραφίσει την παρέα των φίλων της.

Την επόμενη μέρα κιόλας έφυγε για τη Βιέννη όπου γινόταν ο διαγωνισμός. Οι διοργανωτές του διαγωνισμού της είχαν κλείσει ένα δωμάτιο σ' ένα ξενοδοχείο τριών αστέρων.

Την επόμενη μέρα ήταν ο διαγωνισμός. Η Κάρλα ήταν πολύ αγχωμένη. Τελικά, όμως, βγήκε πρώτη. Ένιωθε πολύ έντονα τη χαρά της νίκης. Όμως τότε, ακούστηκε ένα σφύριγμα του τρένου που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής απ' το χώρο που γινόταν ο διαγωνισμός. Στο δρόμο για το γυρισμό σκεφτότανε τις στιγμές ευτυχίας που έζησε εκεί και τις έμειναν αξέχαστες. Όταν έφτασε πίσω στην πόλη τους, ένιωθε απερίγραπτη χαρά.

Θένη