Η ιστορία της Παντελίας και της Ελευθερίας |
Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014 "Τα παιδιά του μέλλοντος" 1ο Κεφάλαιο Η αρχή της ιστορίας Θα σας μιλήσουμε για μία ιστορία δύο παιδιών στο μέλλον. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για τα παιδιά. Για παράδειγμα, απαγορεύεται η έξοδος από τα σπίτια, απαγορεύεται να παίζουν και να γελούν. - Άντε, ξύπνα βρε υπναρά! Θα αργήσεις στο μάθημα, είπε η μαμά του Άκη, θυμωμένη. - Καλά, καλά, πώς κάνεις έτσι; Έτσι ο Άκης ετοιμάστηκε για το σχολείο.
2ο Κεφάλαιο Στο σχολείο - Άκηηηηηηη, γιατί άργησες; - Κυρία, με πήρε ο ύπνος. - Άργησες ε; Τώρα θα δεις! Θα φέρω τον Ξ-Π για να σε κανονίσει. Ήταν μια απαίσια μέρα για τον Άκη. Εξάλλου,δεν ήταν η πρώτη φορά που του είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Στο σχολείο όμως δεν κάνανε και τίποτα σπουδαίο. Το μόνο που γινότανε ήταν να χτυοπάνε τα παιδιά. Κανένας γονιός όμως δεν το ήξερε. Τα παιδιά δεν είχαν το θάρρος να τους το πουν μιας και τους απειλούσαν οι δάσκαλοι. - Άκη, τέλος η τιμωρία σου! Βγες έξω!
3ο Κεφάλαιο Το μήνυμα - Γιε μου, όλα καλά; Πώς τα περασες; - Τα οεράσαμε πολύ ωραία. - Μπράβο σου γιε μου! Χαίρομαι που σου αρέσει η μάθηση. "Σάμπως κάναμε και τίποτα;" σκέφτηκε ο Άκης ο οποίος, καθώς πήγαινε στην κουζίνα, άκουσε τη μαμά του να φωνάζει. - Παναγία μου, τι είναι αυτά στον αυχένα σου; - Τίποτα, τίποτα. Χτύπησα στο σχολείο, μην ανησυχείς. Ο Άκης πήγε στο δωμάτιό του. Άνοιξε την οθόνη του. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένα μήνυμα. Κάποιος του ζητούσε βοήθεια. Το μήνυμα έλεγε να συναντηθούν στο σχολείο. Ο Άκης ήταν γεμάτος απορίες. Ποιος να ήταν και τι να του ζητούσε;
4ο Κεφάλαιο Η συνάντηση Στις 6:00 ακριβώς ο Άκης ετοιμαζόταν να πάει στο σχολείο. - Για πού το βαλες; - Πάω να παίξω. - Πάλι το ξέχασες ανόητε; Απαγορεύεται να βγεις έξω, είναι 6:00 και δεν αφήνουν να κυκλοφορείς. Εξάλλου απαγορεύεται να παίζεις. - Εντάξει, πάω στο δωμάτιο. Όμως ο Άκης δεν τα παράτησε κι έτσι, όταν έφυγε η μαμά του, εκείνος πήρε κρυφά το δρόμο για το σχολείο. - Μπα! Ήρθες επιτέλους. Νόμιζα ότι φοβόσουν. -Εγώ; Αποκλείεται! Εσενα πώς σε λένε; - Εγώ είμαι ο Στέφαν. - Ωραία, εγώ είμαι ο ... - Άκης. - Πώς το ξέρεις το όνομά μου; - Δεν μας ενδιαφέρει αυτό. - Ωραία, τι θες; - Θέλω να με βοηθήσεις να φύγω. - Καλή ιδέα, αλλά πώς θα το κάνουμε; - Αυτό δεν το έχω σκεφτεί. - Α, μπράβο σου! Και πώς θα φύγουμε εξυπνάκια; - Τώρα που το σκέφτομαι, ο πατέρας έχει ένα μαγαζί με σκάφη. Μπορούμε να κλέψουμε ένα. - Καλά, ό,τι πεις. Θα σου δώσω τον αριθμό του κινητού μου. Θα με πάρεις αύριο. - Εντάξει, τα λέμε αύριο.
5ο Κεφάλαιο Η απόδραση Ο Στέφαν πήρε τηλέφωνο τον Άκη για να πάνε στο "Σκάφη" το οποίο ήταν το μαγαζί του πατέρα του. - Έλα, είσαι έτοιμος; - Ναι. Έτσι ετοιμάστηκαν για το μεγάλο ταξίδι τους. Ο Άκης ήταν πολύ χαρούμενος που θα έφευγε. Εξάλλου ήταν μια ευκαιρία να γλιτώσει από τα βασανιστήρια που του έκανα ο Ξ-Π. Όμως, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού εμφανίστηκε από το πουθενά ένα ασυτνομικό σκάφος. - Σταματήστε τώρα, αλλιώς θα σας καταστρέψουμε. Έχετε αυξήσει υπερβολικά την ταχύτητά σας. Χωρίς δεύτερη σκέψη τα δύο παιδιά κατέστρεψαν το αστυνομικό σκάφος. - Δε θα τη γλιτώσετεεεεε, είπε ο ένας απ' τους αστυνομικούς, ενώ ο άλλος, δυστυχώς, κάηκε. - Καλέστε τους υπόλοιπους αστυνομικούς! Επαναλαμβάνω: καλέστε τους υπόλοιπους αστυνομικούς! Τα δύο παιδιά φοβήθηκαν πολύ, αλλά δεν το έβαλαν κάτω. Συνέχισαν το ταξίδι τους, παρόλη την καταδίωξη.
6ο Κεφάλαιο Το μυστήριο - Καλά, δεν μλάει καθόλου αυτότο παιδί. Η μητέρα του Άκη μπήκε στο δωμάτιο για να του φέρει πρωινό. Η πόρτα όμως ήταν κλειδωμένη. Έτσι, πήρε τον εξολοθρευτή της και κατέστρεψε την πόρτα. - Δεν είναι έδω! Εξαφανίστηκε, αν είναι δυνατόν! Η μητέρα του Άκη κάλεσε την αστυνομία για να τον βρουν. Δνε τον βρήκαν όμως πουθενά. Το επόμενο πρωί πήγε στο δωμάτιό του για να πάρει κάτι. Ξαφνικά είδε ένα χαρτάκι να πέφτει από το γραφείο του. -Α, τι είναι αυτό; Για να δούμε, τι λέει; "Ραντεβού αύριο στις 6:00 στο σχολείο". - Αχα, γι' αυτό μου είπε να φύγει. Και τι να έγινε; Λες να του κάνανε κακό; Προσπαθούσε ν αβρει κι άλλα στοιχεία, αλλά τίποτα. Μονάχα εκείνο το χαρτάκι. Έπαιρνε λοιπόν τηλέφωνο τους φίλους του μήπως και ξέρανε κάτι, αλά τίποτα. - Θα το "σκοτώσω" αυτό το παιδί! Μα να μου ψέματα; Και το χειρότερο είναι ότι δεν εβρίσκεται σπίτι!
7ο Κεφάλαιο Το ταξίδι - Στέφαν, έχω μια ερώτηση. - Τι θες; - Πού ακριβώς πάμε; - Δεν ξέρω. - Αα, τόσο προετοιμασμένοι είμαστε! Εντάξει. - Καλά, καλά, μη θυμώνεις. Ωχ! - Τι συμβαίνει; - Τα καύσιμα τελειώνουν! - Φυσικό, αφού ταξιδεύουμε τρεις ολόκληρες ημέρες! - Και τώρα; - Ας σταματήσουμε. - Όχι, μπορεί να μας βρουν. - Τότε; Να, έχει εδώ μαγαζί με καύσιμα να ανεφοδιαστούμε. Έχεις χρήματα; - Όχι. Ο μόνος τρόπος που υπάρχει είναι να κλέψουμε. - Αποκλείεται, δεν πρόκειται να κλέψουμε. - Καλά. - Εγώ λέω να αφήσουμε το σκάφος και να συνεχίσουμε με τα πόδια, αφού δεν σκεφτήκαμε να πάρουμε καύσιμα. - Ωραία, το αφήνω. - Πρόσεχεεεεεεεε! ΜΠΟΥΜ!!! - Μπράβο ρε, ο καλύτερος οδηγός είσαι εσύ. - Το ξέρω. - Έλα τώρα, τρέξε γιατί βλέπω κάποιους να έρχονται προς τα εδώ! Τα παιδιά έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για να μην τα βρουν. - Τώρα πού πάμε, είπε ο Στέφαν. - Θα σκαρφαλώσουμε στο βουνό. - Αχχχ, καλά. Ο Στέφαν και ο Άκης άρχιζαν να σκαρφαλώνουν, μέχρι που έφτασαν στην κορυφη του βουνού. - Ωραία Άκη και τώρα πού θα πάμε; - Τώρα προς τα κάτω. - Τέλεια. Έχει κι ένα χωριό εκεί. Θα μας φιλοξενήσουν. - Πάμε!
8ο Κεφάλαιο Η ζωή στο χωριό - Ουφ! Επιτέλους φτάσαμε, αναφώνησε εξαντλημένος ο Άκης. - Ναι, αυτό ξαναπέστο. Πάντως δεν πρέπει να τους αναφέρουμε τίποτα. - Δεν νομίζω. Μπορεί να μην ξέρουν. Τα δυο παιδιά χτύπησαν την εξώπορτα ενός σπιτιού. Τους άνοιξε μια καλόκαρδη ηλικιωμένη κυρία. - Γεια σας παιδιά μου. - Γεια σας, είπε ο Στέφαν. Βλέπετε έχουμε χαθεί και δεν έχουμε πού να μείνουμε. Μήπως μπορείτε να μας φιλοξενήσετε για δυο μέρες; - Μα και βέβαια! Μπορείτε να μείνετα για όσες μέρες θέλετε. Ελάτε, μπείτε μέσα να σας δώσω κάτι να φάτε. Τα παιδιά πέρασαν με ευχαρίστηση στο εσωτερικό του σπιτιού. - Σας ευχαριστούμε πολύ για την φιλοξενία και συγνώμη που σας βάζουμε σε τόσο κόπο. - Μα σε παρακαλώ παιδί μου. Δεν κάνουμε και τίποτα σπουδαίο. Μην ανησυχείτε για εμάς. Ορίστε, πάρτε να φάτε. Μετά θα σας γνωρίσουμε τον εγγονό μας, τον Μπεν. Γιώργο, πήγαινε να μαζέψεις τις ελιές. - Εντάξει. - Εγώ, παιδιά, πάω να κόψω τη φέτα. - Χμμ, κάτι δεν πάει καλά εδώ Άκη. Είναι εντελώς διαφορετικά όλα εδώ. Είναι τόσο ευγενική αυτή η κυρία. Δεν έχω συναντήσει ποτέ άνθρωπο σαν κι αυτή. - Ναι, έχεις δίκιο. Αλλιώς είναι λοιπόν η ζωή σ' ένα χωριό και αλλιώς στην πόλη λογικά. Τα παιδιά όταν τελείωσαν πήγαν να κοιμηθούν μέχρι να έρθει ο Μπεν. Ο Μπεν ήρθε κατά τις 7:30. Άρχισε το παιχνίδι. Στον Στέφαν και στον Άκη τους φάνηκε πολύ περίεργο. Μάθαιναν παιχνίδια που δεν ήξεραν και τους άρεσε πολύ. Στην πόλη δεν παίζανε καθόλου! - Τέλεια είναι αυτά τα παιχνίδια, είπε ο Στέφαν. - Και δεν είναι μόνο αυτα! Υπάρχουν κι άλλα πολλά παιχνίδια. Αν θέλετε μπορούμε να παίξουμε κι άλλα στο σχολείο. Θα έρθετε, σωστά; - Ναι! είπαν και τα δύο παιδιά, να γραφτούμε σε αυτό το σχολείο. Έτσι τα παιδιά ξεκίνησαν και πήγαιναν στο σχολείο μαζί με τον Μπεν. Εκεί ήταν τελείως διαφορετικά από αυτά που γνώριζαν. Τα παιδιά κάνανε διάφορα μαθήματα όπως γλώσσα, ιστορία, μαθηματικά, φυσική και γυμναστική. Ο Άκης και ο Στέφαν ήταν πολύ χαρούμενοι και αποφάσισαν να μείνουν εκεί για πάντα.
9ο Κεφάλαιο Η απάτη - Γιώργο, έλα εδώ, πρόσταξε η γιαγιά. Τα παιδιά πού είναι; - Έχουν πάει έξω με μερικούς φίλους τους. - Τέλεια, τώρα μας έχουν εμπιστοσύνη. Μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε θελήσουμε. Εδώ κι έναν ολόκληρο χρόνο περίμενα αυτή τη στιγμή. Θα πάρουμε τηλέφωνο την αστυνομία για να τους παραδώσουμε τα παιδιά κι έτσι θα μαζέψουμε 9.000 €. Και τοκαλύτερο είναι ότι θα τους πούμε ψέματα πως μας έκλεψαν ένα πολύτιμο βάζο αξίας 1.000 €. Χα χα χα χα χα. Πάμε να τους φωνάξουμε. - Εγώ θα καλέσω την αστυνομία για να έρθει. - Καλά, όχι όμως σήμερα, αύριο. Παιδιά, παιδιά, ελάτε εδώ. - Τι έγινε, απάντησαν αυτά απορημένα. - Αποφάσισα αύριο να πάμε έναν περίπατο, συμφωνείτε; - Ναιιιιι, ζητωκραύγασαν και τα τρία παιδιά. Το πρωί... - Ελάτε, παιδιά, σηκωθείτε. Τα παιδιά ετοιμάστηκαν γρήγορα και βγήκαν έξω. Περπάταγαν για πολλές ώρες, μέχρι που φτάσανε σε ένα μέρος αρκετά έξω από το χωριό. - Νομίζω πως πρέπει ν αγυρίσουμε στο χωριό, είπε ο Άκης. - Συμφωνώ κι εγώ, συμπλήρωσε κι ο Στέφαν. - Μα γιατί παιδιά, υπάρχει κανένα πρόβλημα; - Μα όχι, απάντησαν και τα δύο παιδιά. - Μπεν, εσύ τώρα πρέπει να φύγεις. - Γιατί; - Θέλω να πω κάτι στους δύο φιλοξενούμενούς μας. Ο Μπέν έκανε πως έφευγε, όμως κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Η γιαγιά κοίταζε τα δύο παιδιά με ένα πονηρό ύφος. - Γιαγιά, γιατί μας κοιτάζεις έτσι; είπε ο Άκης. - Α, εγώ... τίποτα, απλώς... ΓΙΩΡΓΟ, ΤΟ ΔΙΧΤΥ ΓΡΗΓΟΡΑ!!! - Όχιιιιιιιι, ούρλιαξαν τα δύο παιδιά. Σε λίγο ήρθε η αστυνομία και τους έκλεισε μέσα. - Δώστε μας τα 9.000 € και τα άλλα 1.000 € για το βάζο που μας έκλεψαν. Ο Μπεν τα είχε δει όλα. Δεν τους άφησε να φύγουν. Έτρεξε, άρπαξε τα χρήματα, τα έσκισε, τα πέταξε και ανέβηκε στο φορτηγό. - Βοήθεια! Βοήθεια! - Μπεν, βοήθησέ μας, είπε ο Άκης. - Προσπαθώ! - Σωπάστε όλοι! διέταξε ο αστυνομικός. Ο άλλος πήγε να πετάξει τον Μπεν από το φορτηγό. Εκείνη τη στιγμή, ο Άκης άρπαξε ένα λέιζερ και κατάφερε να σπάσει την πίσω πόρτα. Τα δυο παιδιά ανέβηκαν στην οροφή του φορτηγού. - Ψηλά τα χέρια σας! φώναξε ο Άκης. [...]
10ο Κεφάλαιο Η ελευθερία [...] Το τέλος; Σας αφήνουμε να το φανταστείτε!
|