Κείμενα μαθητών από τη λογοτεχνία
Μέρλιν εν δράσει

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Κάποτε σε μια πεδιάδα των παραμυθιών ζούσε ένας κακός μάγος: Ο Μέρλιν. Είχε πειστεί ότι μόνος του θα κατάφερνε να κατακτήσει όλο τον κόσμο των παραμυθιών. Αυτό το χαρτί είναι ένα μέρος από το ημερολόγιό του.

 

Όλοι οι ήρωες των παραμυθιών τρέχουν πανικόβλητοι πέρα-δώθε ψάχνοντας το ταίρι τους. Να λοιπόν πώς έγινε αυτό.

Το αρχικό σχέδιο ήταν να κατακτήσω όλον τον κόσμο με τη μαγεία μου. Έπειτα όμως θυμήθηκα πως και άλλοι ήρωες είχαν μαγείες. Τότε μου ήρθε στο μυαλό το σχέδιο Β'. Θα μπέρδευα τα παραμύθια. Έτσι και 'γινε. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν είχα κάνει λάθος, είπα ένα ξόρκι στα γρήγορα και έπεσα να κοιμηθώ. Το πρωί όταν ξύπνησα έτρεξα γρήγορα να δω τι γίνεται απ' το παράθυρο του πύργου μου.

Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Συγκεκριμένα το να βλέπεις τη Σταχτοπούτα να φοράει το γοβάκι στον παπαστρούμφ ή την Αλίκη από τη χώρα των θαυμάτων να μεταμορφώνεται σε τέρας. Ο λύκος, η Ντόρα και ένας λαγός χόρευαν και τραγουδούσαν το "We did it", ενώ ο Σέξπιρ πολεμούσε τον κακό δράκο για να κατακτήσει την όμορφη Φιόνα που σκεφτόταν τον αγαπημένο της Δρακουμέλ που αγαπούσε τη Χιονάτη η οποία έπαιζε με το Σρεκ. Όσο για τα σκυλάκια της Δαλματίας, αυτά ετοιμάζανε πρεμιέρα με τα τρία γουρουνάκια και ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης ζωγράφιζε με τον Ρούντολφ το ελαφάκι το σακίδιο της Ντόρας.

Γενικά όλο το τοπίο ήταν για γέλια. Δεν είχα λόγια να το περιγράψω, ήταν εξαίσιο. Μα το πιο αστείο ήταν η πρόταση γάμου από τον κ. Καβούρη προς την Τίνκερμπελ με ένα πεντάμορφο δαχτυλίδι, πράγμα πολύ παράξενο, γιατί στην πραγματικότητα είναι τσιγκούνης. Η μόνη λέξη που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το όλο θέαμα ήταν... μπερδεμένο.

Σε κάποια στιγμή δεν άντεξαν και άρχισαν να πανικοβάλλονταν και έτρεχαν πάνω-κάτω προσπαθώντας να βρουν το ταίρι τους. Άρχισαν να κάνουν πράγματα τρελά.

Παράδειγμα ο Πινόκιο τους αποκάλυψε ότι φορούσε ροζ εσώρουχο και η μύτη του δεν μεγάλωσε. Από τότε άρχισε να λέει όλο αλήθειες. Το πράμα είχε παραγίνει. Απελπισμένα πια όλα τα πλάσματα σταμάτησαν και άρχισαν να κλαίνε.

Ξάφνου η Σταχτοπούτα θυμήθηκε την Καλή της Νεράιδα και την κάλεσε κοντά της. Της τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι. Τότε κατάλαβα ότι είχε έρθει το τέλος μου. Με ένα άγγιγμα του ραβδιού της όλα άλλαξαν. Ο Μέρλιν ξαναγύρισε στο παραμύθι του και όλα πήγαν καλά. Καθένας γύρισε πίσω στο παραμύθι του χαρούμενος και ξανάρχισε τη δουλειά του κανονικά. Οι μικροί ήρωες ξαναγύρισαν στις δουλειές τους και στη μικρή καθημερινή ζωή τους.

Παναγιώτα

 
Βυθόθαυμα ή θαυμαθόβυθος

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη του ωκεανού υπήρχε μια μικρή γοργόνα που λαχταρούσε να γίνει μάγισσα.

Κάθε φορά που ρωτούσε τον πατέρα της δεν της απαντούσε. Μια μέρα όπου η θάλασσα ήταν ήρεμη και γαλήνια αποφάσισε να ξαναρωτήσει για εκατοστή φορά τον πατέρα της αλλά εκείνος την αγνόησε.

Το βράδυ καθώς κοιμόταν εμφανίστηκε η Αλίκη από τη χώρα των θαυμάτων. Η Άριελ ξαφνιάστηκε. Της είπε να ταξιδέψει μαζί της για να τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει το όνειρό της. Μπήκαν σε μια κρυστάλλινη πύλη που έγραφε "Είσοδος για τη χώρα των θαυμάτων". Όταν έφτασαν, η μητριά της Χιονάτης που ήταν η νέα βασίλισσα τις περίμενε εκεί. Η Αλίκη της εξήγησε ότι η Άριελ ήρθε για καλό σκοπό κι ότι αν τη βοηθούσε να πραγματοποιήσει τ' όνειρό της θα της έδινε τη γοργονοουρά της. Την πήγε στο εργαστήριο του Τζίμη Νιούτρον, την ξενάγησε και την καθοδήγησε σ' ένα πείραμα για τη μαγεία.

Μετά από πολλές μέρες στο βασίλειο όπου το φύλαγαν τα στρουμφάκια ξέσπασε μια μεγάλη παρεξήγηση. Ο βασιλιάς των θαλασσών κατηγόρησε τη μητριά της Χιονάτης. "Την απήγαγε" είπε. Η Άριελ βγήκε απ' την πόρτα του εργαστηρίου τρέχοντας και του εξήγησε με τη σειρά τα γεγονότα που 'χαν συμβεί. Του είπε επίσης ότι δεν θέλει να γυρίσει πίσω. Ξαφνικά η βασίλισσα διέκοψε αυτή τη στιγμή. "Αφού η γοργόνα είχε μάθει τα μαγικά της θα μου δώσει τη γογρονοουρά της" είπε.

Μετά από πολλή σκέψη η βασίλισσα ζήτησε το μαργαριταρένιο κολιέ της. Εκείνη της το 'δωσε με ευχαρίστηση.

Την επόμενη μέρα ο πατέρας της ανακοίνωσε πως θα φτιαχτούν εργαστήρια, πανεπιστήμια, σχολές μάθησης για γοργονόπαιδα που θέλουν αν γίνουν μάγοι και μάγισσες. Καθηγητές σ' αυτά τα σχολεία θα είναι ο Τζίμη Νιόυτρον, η Αλίκη, ακόμα και η βασίλισσα των θαυμάτων. Τα δύο βασίλεια ένωσαν τις δυνάμεις τους. Έσπασαν την κρυστάλλινη πύλη που τους είχε απομονώσει για αιώνες.

Τώρα πια το βασίλειο θα ονομαστεί βυθόθαυμα ή μήπως θαυμαθόβυθος.. Αυτό ήταν ένα μεγάλο ζήτημα.

Βαλέρια

 
Η παραμυθομηχανή

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Μια φορά κι έναν καιρό, επάνω στον Όλυμπο, τους θεούς επισκέφτηκε ο Αϊνστάιν για να τους δώσει κάτι που εφηύρε ο ίδιος: Την παραμυθομηχανή που θα τους πήγαινε σε όποιο παραμύθι και αν επιθυμούσαν.

Το χάρηκαν πολύ και μάλιστα του πρότειναν να κάτσει μαζί τους για δείπνο. Τότε ο Δίας ήθελε να χρησιμοποιήσει την παραμυθομηχανή για να καλέσει και τους ήρωες των παραμυθιών στον Όλυμπο για δείπνο. Όταν επέστρεψε είχε μαζί του τον Πινόκιο, την Κοκκινοσκουφίτσα και τη Χιονάτη. Κάθισαν όλοι στο τραπέζι εκτός απ' τον Πινόκιο όπου είπε ότι δεν πεινάει και του μεγάλωσε η μύτη. Μετά αφού παραδέχτηκε ότι πεινούσε έκατσε στο τραπέζι και άρχισε να λέει τόσα ψέματα που η μύτη του άρχισε να μεγαλώνει υπερβολικά. Ο Δίας νευρίασε πολύ και τον πέταξε απ' τον γκρεμό.  Ο Πινόκιο διαλύθηκε και έπρεπε να ξανασυναρμολογηθεί. Τότε οι θεοί τον συναρμολόγησαν και ήλθαν ο επτά νάνοι να πάρουν τη Χιονάτη. Ήλθε και ο λύκος να φάει την κοκκινοσκουφίτσα, αλλά από πίσω του ακολουθούσε η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσα και με μια μαγκούρα άρχισε να τον κοπανάει.

Ο λύκος, η κοκκινοσκουφίτσα, η γιαγιά, η Χιονάτη, οι επτά νάνοι και ο Πινόκιο έφυγαν. Έμειναν ο Αϊνστάιν και οι θεοί. Ήλθε η ώρα να φύγει ο Αϊνστάιν και υποσχέθηκε στους θεούς άλλη μία μηχανή.

Άννα

 
Η χώρα του Β.Α.Π.Ε.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Η Μίνι, ο Μίκι, ο Γκούφι, ο Πλούτο, ο Ντόναλντ και η Ντέζι είχαν πάει ταξίδι στη χώρα του Β.Α.Π.Ε.

Μόλις φτάσανε είδαν την Τίνκερμπελ με τις φίλες της τις νεράιδες να παίζουν στα αυτοκινητάκια της Βαλέριας και να χαίρονται.

Αργότερα συνάντησαν την πεντάμορφη και το τέρας. Ήταν στα αλογάκια της Αρίσας και έπαιζαν όλο χαρά.

Μετά από λίγη ώρα φτάνουν στη ρόδα της Παναγιώτας και είδαν τη Σταχτοπούτα με τον παπουτσωμένο γάτο να κοιτάνε όλοι τη χώρα του Β.Α.Π.Ε. από ψηλά.

Μόλις φτάσαν στα καρχαριάκια της Έφης συνάντησαν τα στρουμφάκια να παίζουν με τον Δρακουμέλ.

Η Μίνι με τη Ντέζι πήγαν μια βόλτα και είδαν την Κοκκινοσκουφίτσα να κλαίει.

- Γιατί κλαις κοκκινοσκουφίτσα;

- Επειδή όλοι οι φίλοι, η Τίνκερμπελ, η Πεντάμορφη, το Τέρας, η Σταχτοπούτα, ο Παπουτσωμένος γάτος, τα στρουμφάκια, ο Δρακουμέλ, όλοι έχουν τους φίλους τους εδώ, όμως εγώ όχι.

- Έχω μια ιδέα, λέει η Μίνι.

- Τι; ρωτάει η Ντέζι.

- Θα φτιάξουμε μια μηχανή του χρόνου και θα φέρουμε το λύκο εδώ.

- Τέλεια, λέει η Κοκκινοσκουφίτσα.

Μετά από πολλή ώρα:

- Η μηχανή είναι έτοιμη, πώς θα την ονομάσουμε;

- Βρήκα!

- Πώς;

- Επιστροφή της μπανιέρας στην Β.Α.Π.Ε.

- Γιατί έτσι;

- Επειδή του λύκου του αρέσει να κάθεται στην μπανιέρα με τη γιαγιά και να της πλένει την πλάτη.

- Άναψε την μηχανή.

- Την άναψα.

- Ωραία, πες το όνομα του λύκου.

- Θα το πω αλλά δεν θα γελάσετε.

- Εντάξει;

- Σέξπιρ.

- Χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα!

- Γιατί γελάτε;

- Δεν γελάμε.

- Μια τελευταία ερώτηση: τι εσώρουχα φοράει ο λύκος;

- Μην γελάσετε όμως.

- Ο.Κ.

- Άσπρο με κόκκινες καρδούλες.

- Χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα!

- Άμπρα κατάμπρα χάσου χασαλίκ άσπρα φούτουρα χάσου χασαλίκ.

- Ταράν.

- Λύκε, λύκε μου έλειψε.

- Και εμένα μου έλειψε (αγκαλιά).

Έτσι ο λύκος παντρεύτηκε την Κοκκινοσκουφίτσα. Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Αρίσα

 
Ο Τζίμι Νιούτρον και η χρονομηχανή

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Μια φορά και έναν καιρό ο Τζίμι Νιούτρον, η ιδιοφυΐα,ήθελε να δει από κοντά ποιος ανακάλυψε το φως. Έτσι έφτιαξε μια χρονομηχανή που γύριζε τους ανθρώπους από το παρελθόν στο παρόν.

Το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν αν γράψεις ένα όνομα κι εκείνο γύριζε τον άνθρωπο αυτόν στο παρόν.

Έτσι ο Τζίμι Νιούτρον έφερε αυτόν που ανακάλυψε το φως από το παρελθόν στο παρόν. Μετά αφού αυτός έφτασε στο παρόν, τον πήρε και τον έβγαλε έξω από το εργαστήριο του Τζίμι.

Εκείνος με το που βγήκε έξω ξαφνιάστηκε, μέχρι που ερωτεύτηκε τη δασκάλα του Τζίμι Νιούτρον. Μετά όμως δεν ήθελε να ξαναγυρίσει πίσω στο παρελθόν, επειδή είχε ερωτευτεί τη δασκάλα του Τζίμι και αν γύριζε πίσω στο παρελθόν, όλα τα φώτα θα έσβηναν για πάντα. Μόνο που εκείνος δεν ήθελε να γυρίσει πίσω.

Ο Τζίμι Νιούτρον προσπάθησε να τον πείσει να γυρίσει πίσω. Στην αρχή δεν τα κατάφερε. Μέχρι που άρχισαν να σβήνουν όλα τα φώτα σιγά σιγά. Μετά ο Τζίμι Νιούτρον στα τελευταία λεπτά πριν σβήσουν όλα τα φώτα, κατάφερε να τον πείσει να γυρίσει πίσω στο παρελθόν, λίγο πριν σβήσουν όλα τα φώτα.

Τελικά εκείνος τα παράτησε και γύσρισε πίσω στο παρελθόν.

Τζόνι

 
Η μηχανή της βλακείας

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Στην χώρα του Ποτέ-Ποτέ, δυο φορές και τρεις καιρούς, ζούσε μια μικρή νεράιδα, η γνωστή σε όλους Τίνκερμπελ! Όμως αυτή η ιστορία είναι πιο τρελή από κάθε άλλη.

Ένα πρωί, όπως κάθε πρωί, η Τίνκερμπελ πήγε στη δουλειά της. Εκεί συνάντησε τη φίλη της, την Σταχτοπούτα, που άρμεγε τα τρία γουρουνάκια. Όταν άρχισε να δουλεύει της μπήκε η ιδέα να φτιάξει μια μηχανή η οποία θα την πηγαίνει σε όποιο μέρος ήθελε. Της πήρε δύο μέρες να την φτιάξει, αλλά τα κατάφερε.

Πρώτος της προορισμός ήταν η χώρα της Μπουρδαμάρας. Εκεί είδε την Παναγιώτα να παίζει πινγκ-πονγκ με την Χιονάτη που είχαν σαν μπαλάκι την ουρά ενός σκίουρου.

Βαρέθηκε πολύ εκεί, γι' αυτό αποφάσισε να πάει να επισκεφτεί την φίλη της, την Αλίκη, στην χώρα των Αγελάδων. Μόλις πήγε εκεί, την υποδέχτηκε η Αλίκη που φορούσε ένα φόρεμα από δέρμα αγελάδας. Άρμεξε και μερικές αγελάδες η Τίνκερμπελ και μετά έφυγε.

Πρώτος προορισμός ήταν η χώρα της Ξανθιάς. Εκεί είδε μια μεγάλη πίστα για πασαρέλα. Κάθισε εκεί και περίμενε να αρχίσει η επίδειξη. Όταν άρχισε είδε την Αυγή -απ' την Ωραία Κοιμωμένη- την Ραπουνζέλ και την Βαλέρια με ρούχα επώνυμων να περπατάνε στην πασαρέλα.

Η Τίνκερμπελ είχε δει αρκετά, αλλά αυτό ήταν πέρα απ' τα όρια της φαντασίας. Όμως η Τίνκερμπελ δεν έβαλε μυαλό. Ήθελε κι άλλα ταξίδια.

Μετά έβαλε στόχο να πάει στην Ζαχαρούπολη. Εκεί είδε τα 110 σκυλάκια Δαλματίας να καβαλάνε τα Στρουμφάκια. Εκεί ή ταν και η Ντόρα που είχε καταπιεί όλα τα γλυκά και έδερνε τον Μπότα.

Επειδή ήξερε ότι υπάρχουν κι άλλα μέρη να εξερευνήσει, δεν έχασε χρόνο. Επόμενος προορισμός ο Βυθός του Μπικίνι που την περίμενε ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης. Την ξενάγησε παντού. Ακόμα και στην μπανιέρα του κύριου Καβούρη που ήταν γεμάτη χρήματα.

Η Τίνκερμπελ βαρέθηκε και ήθελε να γυρίσει σπίτι. Μπήκε στην μηχανή αλλά εκείνη δεν δούλευε! Είχε υπερφορτωθεί το σύστημα! Έτσι ο Μπομπ φώναξε το Καλαμάρι, που ήταν άχρηστος από αυτά και για να την γλιτώσει απ' τον Μπομπ πήρε τον Τζίμι Νιούτρον τηλέφωνο απ' την Ρέτροβιλ.

Όταν έλαβε το μήνυμα ο Τζίμι Νιούτρον πήρε τον Σιντ, τον Καρλ, τον Κόνταρ και τα μηχανήματα του και έφυγε. Στον δρόμο είδε και την Σίντυ που ήθελε να έρθει μαζί τους. Την πήρε και πήγαν στο Βυθό του Μπικίνι. Ο Τζίμι έφτιαξε τη μηχανή, αλλά υπήρχε άλλο πρόβλημα τώρα: Η Σίντυ ερωτεύτηκε τον Πάτρικ!

Η Τίνκερμπελ είπε "ποιος νοιάζεται" και έφυγε!

Συμπέρασμα: Η Τίνκερμπελ δεν πρέπει να πιάνει μηχανήματα!

Έφη

 
Η ιστορία του Ζάχου που χαζεύει: Συνέχιση του ποιήματος

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

...

Πήγαν κι δυο στο νοσοκομείο

κοντά στη γέφυρα στο Ρίο Αντιρρίο.

Έμειναν εκεί για κάμποσο καιρό

μέχρι που έγιναν καλά κι οι δυο.

Πήγαν μια βόλτα στην εξοχή

να συζητήσουν τι έγινε πέρσι εκεί

σ' εκείνη τη σύγκρουση τη μετωπική

έγιναν κι οι δύο φίλοι καρδιακοί

και κάθονται από τότε πάντα μαζί.

Κι από τότε θυμούνται την ιστορία αυτή.

Αρίσα

 
Το μηχάνημα, του Ευγένιου Τριβιζά: Συνέχιση / Αλλαγή της ιστορίας

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Το σχεδιάγραμμα της ιστορίας

1. Ο Ηλίας, ο υπάλληλος μιας εταιρείας, λαμβάνει ένα μηχάνημα για ποτά.

2. Ο Ηλίας δε νιώθει άνετα με το μηχάνημα.

3. Ζητάει στον προσωπάρχη να βγάλει το μηχάνημα.

4. Ο προσωπάρχης λέει ότι το μηχάνημα βοηθάει.

5. Ο Ηλίας σκέφτεται ότι θα το συνηθίσει.

6. Τελικά "συμφιλιώνεται" με το μηχάνημα, αλλά το μηχάνημα παθαίνει βλάβη.

7. Ο Ηλίας ψάχνει τρόπους λύσης.

8. Τα καταφέρνει.

9. Έρχεται ένα μηχάνημα για σνακ.

10. Φτου κι απ' την αρχή.

 

Ένα πρωί, καθώς ο Ηλίας, που ήταν υπάλληλος μιας λογιστικής εταιρείας, κατέβαινε να πάρει τον πρωινό του καφέ, βλέπει ένα μηχάνημα για ποτά. Το αγνόησε και συνέχισε να κατεβαίνει.

Μόλις πήρε τον καφέ και το τοστάκι του, πήγε στο γραφείο να συνεχίσει τη δουλειά του. Και μόλις μπαίνει μέσα... Ντάν! Το τεράστιο μηχάνημα για τα ποτά που είδε το πρωί ήταν γι' αυτόν. Τέλος πάντων, συνέχισε τη δουλειά του και κάποια στιγμή ήθελε ένα ποτήρι με νερό. Έτσι πήγε να βάλει το χέρι του στο κουμπί για τον καφετζή, αλλά αυτό δε βρισκόταν εκεί! Στη θέση του βρισκόταν μια θήκη για κέρματα που ήταν συνδεδεμένη με το μηχάνημα. Αυτό έκανε τον Ηλία να μην νιώθει άνετα.

Για να λύσει το πρόβλημά του πήγε στον προσωπάρχη να παραπονεθεί. "Το μηχάνημα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον Γιάννη" είπε. Κι ο προσωπάρχης απάντησε: "Αυτό το μηχάνημα τους εξυπηρετεί όλους". Όταν όμως ο Ηλίας το ξανασκέφτηκε συμφώνησε με τον προσωπάρχη. κι όλοι οι υπάλληλοι αποφάσισαν να κάνουν τον Γιάννη καθαριστή. Ο Γιάννης είπε: "Αν μπορώ να μεγαλώσω την οικογένειά μου, θα το κάνω".

Όταν ο Ηλίας πήγε στο γραφείο του έβαλε ένα κέρμα και πάτησε το κουμπί για τον καφέ, το μηχάνημα δεν έβγαζε τίποτα. Ξαναπροσπάθησε και πάλι τίποτα!

Ξαναπήγε στον προσωπάρχη να παραπονεθεί μα ο προσωπάρχης του είπε: " Να βρεις μόνος σου τον τρόπο, εγώ πάω διακοπές".

Ο Ηλίας ανέβηκε στο γραφείο του και άρχισε να σκέφτεται τρόπους ώστε να δουλέψει το μηχάνημα. Το 'ριξε μια κλοτσιά, τίποτα, του 'ριξε κι άλλη, τίποτα.

Κάπου στις εικοσιπέντε κλοτσιές του 'ρθε η θεία φώτιση να φωνάξει ηλεκτρολόγο. Ευτυχώς δεν έδωσε δυνατές κλοτσιές στο μηχάνημα και έτσι δεν χάλασε.

Μια εβδομάδα μετά στο γραφείο του ο Ηλίας παρέλαβε ένα μηχάνημα για σνακ!

Φτου ξανά κι απ' την αρχή.

Έφη

 

Σήμερα το πρωί, καθώς κατέβαινα τις σκάλες, είδα ένα μηχάνημα. Ρώτησα τον Γιάννη γιατί το έφεραν. Μου είπε ότι δεν προλάβαινε να μοιράζει τους καφέδες και έπρεπε να το φέρουν.

Ο Γιάννης με ρώτησε από ποιον θα παίρνω τους καφέδες και του είπα ότι από τον Γιάννη "ο καφές είναι πιο νόστιμος". Χαμογέλασε. Όμως, όλο και περισσότεροι υπάλληλοι πήγαιναν να πάρουν τον καφέ τους από το μηχάνημα. Μου το έλεγε συνέχεια. Δεν χαμογελούσε πια, ήταν λυπημένος. Τότε του είπα να καταστρώσουμε ένα σχέδιο.

Όταν τελείωσε η δουλειά και οι υπάλληλοι έφυγαν, μείναμε με τον Γιάννη στην εταιρεία. Εγώ πήγα να αγοράσω οκτώ ποντίκια. Όταν γύρισα βγάλαμε το μηχάνημα από την πρίζα και το ανοίξαμε. Μέσα είχε πολλά καλώδια. Διάφορα χρώματα, κόκκινα, άσπρα, κίτρινα και μπλε. Τα βγάλαμε ένα ένα προσεκτικά για να μπορέσουμε να τα ξαναβάλουμε. Πήραμε τα ποντίκια και τα βάλαμε στους χυμούς και τους καφέδες. Ξαναβάλαμε τα καλώδια στη θέση τους, κλείσαμε το μηχάνημα, το βάλαμε στην πρίζα και φύγαμε.

Το επόμενο πρωί, όταν ήρθαν οι υπάλληλοι να πάρουν καφέ απ' το μηχάνημα, δεν έβγαινε ούτε μια σταλιά καφέ. Αποφάσισαν να το ανοίξουν. Μαζεύτηκαν γύρω γύρω απ' το μηχάνημα όλοι οι υπάλληλοι και όταν οι μηχανικοί το άνοιξαν είδαν μέσα σκοτωμένα ποντίκια. Όλοι νόμιζαν ότι όλο αυτό τον καιρό έπιναν χυμούς και καφέδες με ποντίκια.

Πέταξαν το μηχάνημα στα σκουπίδια και ο καφετζής ο Γιάννης ξαναβρήκε τη δουλειά του. Εγώ ήμουνα χαρούμενος που ο Γιάννης ξαναπήρε τη δουλειά του.

Αναστασία

 

Όπως κάθε μέρα, πήγα στη δουλειά και είδα στο διάδρομο έναν "ηλεκτρονικό καφετζή". Του έβαζες το πλαστικό ποτήρι και έδινε καφέ.

Πήγα και ρώτησα τι κάνει αυτό εδώ. Οι υπάλληλοι δεν μου έλεγαν τίποτα. Έτσι ρώτησα τον ξινό προσωπάρχη. Ξεκίνησε τότε ένας διάλογος. Ο προσωπάρχης είπε: "Το μηχάνημα λειτουργεί πιο γρήγορα και θα πληρώνεις 50 λεπτά". Σοκαρίστηκα. Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα.

Χάρηκα τόσο πολύ που κάθε μέρα έπαιρνα καφέ. Όσο για τον Γιάννη να πάει να κάνει εκπτώσεις. Πάλι καλά που υπάρχει το μηχάνημα και δεν θα ακούω να μου λέει: "Κρητικός στα μαύρα τα νερά. Πάρε κόσμε 2 € ο ελληνικός καφές". OMG!

Μια μέρα με φώναξε και μου είπε: "Άμα χαλάσεις το μηχάνημα θα σου μειώσω τον καφέ κατά 1, 50 €. Τι λες, θές;" Όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω" του απάντησα.

Όταν την Κυριακή είχαμε ρεπό, ο Γιάννης τον έσπαγε, τον καθάριζε, έκλαιγε, γελούσε και αναγκάστηκα να φωνάξω τον ψυχίατρο. Είχε αποτρελαθεί εντελώς.

Την επόμενη ημέρα πήγα να πάρω καφέ και το μηχάνημα έβγαζε γάλα με ζάχαρη! Τα 'χασα. Θα νομίζουν ότι εγώ το χάλασα. Κι έτσι το κράτησα μυστικό. Ο επόμενος πελάτης το είπε στον προσωπάρχη. Θύμωσε τρομερά. Φώναζε σε όλους και από αυτό έπαθε καρδιακό.

Τελικά βγήκε σε καλό και έγινα η προσωπάρχης της εταιρείας!

Μαρία

 
<< Start < Prev 1 2 Next > End >>

Page 2 of 2