Ιστορίες για... δουλειές

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

[...] Την επόμενη μέρα οι δυο φίλοι επέστρεψαν στις δουλειές τους. Μια δυσάρεστη έκπληξη όμως περίμενε τον Τεμπελούξ. Ο Βαρετέξ άρχισε να παρουσιάζει τα συμπτώματα της Γαστριχαζήτιδας, μιας αρρώστιας που είχε πάθει.

Μετά από λίγες μέρες, αφού ο Βαρετέξ επέστρεψε στη δουλειά του, τ' αφεντικό, του είπε πως, πλέον, αυτός αναλαμβάνει δουλειά, μιας και ήταν πολύ γέρος.

Από τότε ο Βαρετέξ δε σήκωσε κεφάλι ποτέ! Είχε δουλειές με φούντες. Εκείνη την ώρα μπαίνει στο δωμάτιο ο Τεμπελούξ.

- Τι δουλειά έχεις εδώ;

- Τελείωσα κύριε.

- Ναι... νομίζεις δε σε ξέρω. Μισές δουλειές κάνεις, δουλειές του ποδαριού!

- Μα τι λέτε κύριε; Δουλεύω σαν σκυλί.

- Με δουλεύετε;

- Δούλος σας είμαι κύριε. Ό,τι μου λέτε κάνω.

- Ναι, ναι, πρόσεχε. Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη!

- Μα κύριε...

- Να κοιτάς τη δουλειά σου. Να δεις που θα σε στρώσω εγώ στη δουλειά!

- Ωχ, τι έχω να πάθω, Θεέ μου...!

Παναγιώτα

 

Είναι δύο φίλοι και συναντιούνται τυχαία στο δρόμο. Απέναντι υπάρχει ένα πάρκο και πάνε να τα πούνε.

- Πώς πέρασες σήμερα τη μέρα σου;

- Και τι δεν έκανα σήμερα! Δούλευα όλη μέρα σα σκυλί. Το πρωί σηκώθηκα στις 11:00, έκανα έναν καφέ για να πιω, άνοιξα την τηλεόραση για να δω τι έχει, το μεσημέρι παρήγγειλα φαγητό για να φάω, το απόγευμα βίδωσα μια βίδα που έφυγε από τη βρύση και τώρα βγήκα να πάρω λίγο αέρα.

- Α, κουράστηκες τόσο πολύ δηλαδή;

- Ναι, βέβαια.

- Πρόσεξε να μην δουλεύεις πολύ, γιατί η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.

- Δίκιο έχεις. Δεν σηκώνω κεφάλι. Πρέπει να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στον εαυτό μου. Αλλά δεν πειράζει. Σε δουλειά να βρίσκομαι.

- Και τι δουλειά... δουλειά του ποδαριού.

- Μα καλά με δουλεύεις;

- Όχι, εγώ δουλεύω πολύ!

- Επειδή δε βγάζω άκρη με εσένα και τις δουλειές με φούντες που έχεις, εγώ φεύγω.

- Γεια σου τότε.

Άννα

 

Δουλειές με... τούμπες!

Ο μικρός Νικόλας γυρνούσε από το σχολείο του. Καθώς προχωρούσε, είδε στο δρόμο τον Αστερίξ. Ο μικρός Νικόλας τον ρώτησε τι δουλειά είχε στην ιστορία του. Ο Αστερίξ του απάντησε ότι έψαχνε τον Ιντεφίξ. Η μητέρα του Νικόλα του τράβηξε το χέρι και του είπε πως φεύγουν. Τότε ο Νικόλας είπε: "Μαμά, με δουλεύεις; Έχουμε μπέρδεμα στην ιστορία μου. Ή θα τον διώξω ή δεν το κουνάω ρούπι!". "Ααα, θα σε στρώσω εγώ στη δουλειά εσένα Νικόλα" απάντησε η μαμά του.

Όταν έφτασε σπίτι, ο Νικόλας πήρε μια τεράστια απόχη και βγήκε έξω. Ο πατέρας του τον ρώτησε πού πήγαινε κι εκείνος του απάντησε: "Να κοιτάς τη δουλειά σου". "Νικόλα, πού είναι το μάθημά σου;" ρώτησε η μαμά. Ο Νικόλας το έφερε απ' το δωμάτιό του.

- Νικόλα, τι είναι αυτά; Μισές δουλειές κάνεις. Δειξ' τα στον πατέρα σου.

- Ρε Νικόλα, τι σου έχω πει για τις δουλειές του ποδαριού;

- Μα, μπαμπά, δούλεψα σαν σκύλος, ούτε μια φορά δε σήκωσα κεφάλι. Κι αυτή η δασκάλα μας όμως μας βάζει δουλειές με φούντες.

- Ναι Νικόλα. Όμως αυτό που έκανες είναι δουλειές με τούμπες!

- Μαμά, δεν έχεις ακούσει πως η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.

Και με αυτά τα λόγια έκλεισε την πόρτα κι έφυγε.

Έψαχνε ώρες τον Αστερίξ κι όταν τον βρήκε... αφήστε το! Αυτό είναι ιστορία για άλλη φορά!

Έφη

 

Η ιστορία μας ξεκινά σ' ένα μικρό γαλατικό χωριό όπου ζουν γενναίοι και δυνατοί Γαλάτες. Οι ήρωες της ιστορίας μια είναι ο έξυπνος Αστερίξ, μια ο δυνατός Οβελίξ και μια ο μάγος Πανοραμίξ. Α, ξέχασα να σας αναφέρω έναν μικρό αλλά θαρραλέο: τον Ιντεφίξ.

Μια ήσυχη μέρα στο χωριό όπου όλοι ήταν απασχολημένοι ο Αστερίξ βοηθούσε τον μάγο Πανοραμίξ να βρει τα υλικά που του χρειάζονταν, ο Ιντεφίξ έψαχνε κρυψώνα για το κόκαλό του, κάποιοι Γαλάτες προστάτευαν το χωριό, Ο Οβελίξ κουβαλούσε τα τεράστια μενίρ του, άλλοι είχαν πάει για κυνήγι. Ξαφνικά όμως ξέσπασε ένας καβγάς ανάμεσα στον αρχηγό και στον Οβελίξ. Ο Οβελίξ παραπονιόταν: "Δουλεύω σαν σκυλί όλη μέρα. Δεν αντέχω άλλο".

- Ποιος σου 'πε ότι δουλεύεις τόσο;

Με δουλεύεις; Αν δουλέψω γρήγορα, θα λέτε ότι είναι δουλειά του ποδαριού. Αν δουλέψω αργά, θα λέτε ότι δεν σηκώνω κεφάλι. Αποφασίστε πια, δούλος σας είμαι;

- Άκου Οβελίξ, ξέρεις την έκφραση: "στρώνω κάποιον στη δουλειά". Έλα στη θέση μου.

- Άκου αρχηγέ, ξέρεις την έκφραση "η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη". Και να σου πω κάτι, να εύχομαι σε σουλειά να βρίσκομαι παρά να κάθομαι και να μιλάω μαζί σου.

Αυτά είπε και έφυγε. Όταν ξημέρωσε, ο Αστερίξ, που ήταν έξυπνος και πονηρός, σκέφτηκε έναν διαγωνισμό για τους δύο αντιπάλους. Ο διαγωνισμός κράτησε μία ώρα και νικητής αναδείχτηκε ο Οβελίξ. Το βραβείο του ήταν διακοπές για ένα μήνα. Αφορμή για καβγά δεν άργησε να δημιουργηθεί, αφού ο αρχηγός έλεγε πως ήταν άδικο. "Να κοιτάς τη δουλειά σου", είπε ο Οβελίξ.

Μετά από πολλούς καβγάδες συμφιλιώθηκαν επιτέλους (για λίγο χρονικό διάστημα). Ας ελπίζουμε πως δεν θα ξανασυμβεί αυτό το γεγονός.

Τέλος;

Βαλέρια

 

Το παλιό ημερολόγιο

Ήταν κάποτε ο κύριος Άρης και ζούσε με την οικογένεια σε ένα μακρινό χωριό της Κρήτης. Είχε δύο παιδιά, την Νίκη και το Νίκο, μια γυναίκα που την έλεγαν Αριάδνη και ζούσαν μαζί με τη γιαγιά και τον παππού. Η γιαγιά λεγόταν Παναγιώτα και ο παππούς Παναγιώτης.

Το σπίτι τους ήταν ευρύχωρο, με πολύ μεγάλο κήπο και πολλά ζώα. Στον κήπο υπήρχε ένα τραπεζάκι και γύρω γύρω καρέκλες, εκεί κάθονταν οι μεγάλοι.

Μια φορά πήγα στη σοφίτα. Εκεί βρήκα ένα παλιό ημερολόγιο. Ήταν της προγιαγιάς μου, δηλαδή της γιαγιάς της μαμάς μου. Το πήρα και το διάβασα. Εκεί έλεγε: "
Αγαπητό ημερολόγιο, σήμερα είναι η αγαπημένη μου μέρα, γιατί έχω τα γενέθλιά μου. Το βράδυ θατα γιορτάσω με την οικογένειά μου. Ανυπομονώ να ανοίξω το δέμα μου. Αλλά έχω στενοχωρηθεί, γιατί ο μπαμπάς μου δεν θα είναι στα γενέθλιά μου γιατί όπως λέει και ο παππούς "έχει δουλειές με φούντες". Χθες το πρωί, πριν φύγει ο μπαμπάς μου, μου εξήγησε ότι δεν σηκώνει κεφάλι, αλλά μου είπε ότι του χρόνου θα είναι εκεί όταν σβήσω τα κεράκια. Η γιαγιά του είπε πριν φύγει ότι η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη. Η μαμά μου είπε ότι δουλεύει σαν σκυλί για να μην μου λείψει τίποτα ούτε εμένα ούτε του αδερφού μου. Η γιαγιά έστρωσε τον αδερφό μου στη δουλειά. Τον έβαλε να στρώσει το τραπέζι, να πλύνει το σκύλο, να πάρει τα αβγά από τις κότες και άλλα πολλά.

Αντίθετα εγώ δεν έκανα τίποτα. Αλλά ο αδερφός μου κάνει μισές δουλειές. Έκανε και μία δουλειά του ποδαριού, δηλαδή έπλυνε το σκύλο στα γρήγορα. Εγώ του είπα ότι πρέπει να αλλάξει την πάνα του μωρού, αυτός μου είπε: "με δουλεύεις;" Ο παππούς συνεχώς σε δουλειά βρισκόταν. Όταν έσβησα τα κεράκια, μπήκε ο μπαμπάς και μου είπε: Χρόνια πολλά. Είχε τελειώσει τη δουλειά και ήρθε.

Αρίσα