Θεονήστικος, ολόφρεσκος, κατακόκκινος, πεντανόστιμος, τρισάθλιος |
Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013 Χθες το μεσημέρι, επειδή ήμουν θεονήστικος, κατέβηκα τις σκάλες για να φάω μία κατακόκκινη ντομάτα ή ένα πεντανόστιμο σάντουιτς και να πιώ ένα ολόφρεσκο γάλα. Όταν άνοιξα το ψυγείο, συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε κανένα σάντουιτς. Γι' αυτό πήγα στο μαγαζί για να αγοράσω ένα. Όταν μπήκα μέσα, είδα μια εικόνα τρισάθλια: ένας ποντικός και δύο κατσαρίδες έκαναν τη βόλτα τους πίσω από ένα βαρέλι τυρί. Νίκος
Κάποτε υπήρχε σε αυτόν τον κόσμο ένας τρισάθλιος σκύλος. Το μόνο που έκανε ήταν να τρώει και να κοιμάται. Η ζωή του ήταν μέσα στην πολυτέλεια. Κάποια μέρα όμως τα αφεντικά του τον έδιωξαν κι έτσι έμεινε θεονήστικος. Έψαχνε για φαγητό αλλά δεν έβρισκε τίποτα. Μια μέρα περνούσε έξω από ένα κρεοπωλείο όπου εκείνη τη στιγμή έφερνε ένα ολόφρεσκο εμπόρευμα. Ο σκύλος είδε τα κατακόκκινα λουκάνικα, τις μπριζόλες, τα φιλέτα και δεν μπόρεσε να στγκρατηθεί. Όρμηξε μέσα στο μαγαζί, άρπαξε μια μπριζόλα κι έτρεξε να ξεφύγει από τον θυμωμένο μαγαζάτορα. Μετά από τρία τετράγωνα ο μαγαζάτορας τα παράτησε και γύρισε πίσω. Ο σκύλος ήταν πολύ κουρασμένος από το τρέξιμο και κάθισε να φάει την πεντανόστιμη μπριζόλα. Μόλις όμως έφαγε την πρώτη μπουκιά αναφώνησε:΅"Μπλιάχ, είναι ωμή". Θοδωρής
Το παχουλό παιδί που το έλεγαν λιχούδη, θεονήστικο καθώς ήταν, γυρνούσε απ' το σχολείο του χαρούμενο για να απολαύσει το πεντανόστιμο φαγητό που είχε ετοιμάσει η μαμά του. Μόλις έφτασε, βρήκε την αδερφή του να τον περιμένει. Η μαμά τους έλλειπε και θα γυρνούσε αργότερα. Ο λιχούδης έπρεπε να πάει να αγοράσει απ' το φούρνο το ολόφρεσκο ψωμί το οποίο λάτρευε. Αν και θύμωσε που θα πήγαινε αυτός αντί για την αδερφή του, αναγκάστηκε να πάει, γιατί ήξερε ότι αφού έλλειπε η μητέρα του, θα είχε μαγειρέψει αυτή κάπιο απ' τα πεντανόστιμα φαγητά που φτιάχνει και γι' αυτό της έκανε όλα τα χατίρια. Μετά από λίγα λεπτά που γύρισε σπίτι του, η αδερφή του του είπε: "Χα χα! Αυτή τη φορά σε ξεγέλασα. Αγόρασες ψωμί χωρίς να θες και θα φας το φαγητό που μαγείρεψα, το οποίο δεν σου αρέσει". Ο λιχούδης κατάλαβε ότι είχε μαγειρέψει φακές. Κατακοκκίνησε απ' το θυμό του, αναγκάστηκε να φάει το φαγητό, το οποίο θεωρούσε τρισάθλιο. Σκέφτηκε όμως κάτι που θα έκανε την αδελφή του να θυμώσει πολύ... Μυρσίνη
|