Το παραμύθι του ανοίγω-παίζω-γυαλίζω-γελάω-πονάω

16 Φεβρουαρίου 2011

Σήμερα άνοιξα το παραμύθι μου και δεν ξέρω τι έγινε, έγινε κάτι μαγικό: ξέρω ότι όταν μετά ξύπνησα ήμουνα πάνω στο μαγικό χαλάκι του Αλαντίν.

Το ρώτησα πού πάμε και αυτό μου είπε τίποτα, με έριξε κάτω και άρχισε να μου χορεύει έναν χορό. Τότε κατάλαβα ότι θέλει να παίξει, αλλά δεν ήθελε μόνο αυτό. Ήθελε να πάμε να πάρουμε την Ιαζμήν.

Όταν πετάγαμε, είδα έναν που πούλαγε διαμάντια, κάτι μου γυάλισε και ήθελα να το δω. Επειδή όμως ήμουνα ψηλά και είμαι πολύ έξυπνη, μου ήρθε να πεταχτώ από το χαλί για να φτάσω στα διαμάντια. Όταν έπεσα, έσπασα το πόδι μου και ο πωλητής άρχισε να γελάει και να μου λέει "από πού έρχεσαι και πέφτεις από τον ουρανό;"

Δεν του είπα τίποτα. Μόνο πήγα να δω τα διαμάντια μπουσουλώντας επειδή πόναγα πολύ. Όταν τα είδα άκουσα κάτι σαν ντρρρρρρ. Τότε κατάλαβα ότι κοιμόμουνα. Σηκώθηκα και το πρώτο πράγμα που έκανα ήτανε να φιλήσω τα πόδια μου και μετά η μέρα μου συνέχισε όπως όλες τις άλλες.

Ραντίνα

 

Καμιά φορά θυμάμαι πώς διασκεδάζαμε  τα καλοκαίρια με την παρέα μου πλάι στ' ακρογιάλι.

Κάθε απόγευμα, εγώ και οι φίλοι μου, κατεβαίναμε στο έρημο ακρογιάλι του χωριού μας, καθόμασταν στα μεγάλα βράχια κι αγναντεύαμε. Παίρναμε πέτρες, τις γυαλίζαμε και παίζαμε. Ανοίγαμε τα κοχύλια που βρίσκαμε στη θάλασσα. Καμιά φορά κάναμε και καμιά πλάκα, έτσι για να γελάσουμε. Πηγαίναμε και στήναμε ενέδρα στη θεία Ευθαλία. Θυμάμαι μια φορά που της βάλαμε τρικλοποδιά. Μετά από μερικές μέρες το πόσο πονούσε ήταν απερίγραπτο. ¨οπως και το πόσο γελάσαμε!

Ακόμα θυμάμαι τις επισκέψεις στο σπίτι της γιαγιάς Βαλέριας. Παίζαμε κυνηγητό στο σπίτι της, τα μάτια μας γυάλιζαν από χαρά. Ήτανε τέλεια.

Παναγιώτα