Η θλιμμένη αγελάδα, του Ευγένιου Τριβιζά (Συνέχεια της ιστορίας)

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Είχε έρθει η μέρα που θα μονομαχούσε ο ταύρος με τον Εβούλσιο. Όμως ο ταυρομάχος κατάφερε τελικά, με πολύ κόπο, να πείσει την εταιρία ταυρομαχίας "Ελ ταύρο Ντε Πεπόλδο" να μην πάει να μονομαχήσει. Έπειτα από μερικές μέρεςαγόρασε τον ταύρο. Όμως τότε όλοι κατάλαβαν ότι ήθελε να τους ξεγελάσει κι έτσι δεν δεχόταν κανένας ταύρος να μονομαχήσει μαζί του.

Ο καημένος ο Ελ Πεπόλδο ντε Θαλούθας ντε Βαρέγγας ντε Βερέντας δεν ξαναβγήκε από το σπίτι του. Είχανπεράσει δέκα χρόνια και αυτός κλεισμένος στον εαυτό του σκεφτόταν τον παλιόκαιρό, τότε που μονομαχούσε. Ενώ η Αμαλασούνθα με τον Εβούλσιο χαίρονταν τη ζωή τους με τα παιδιά τους, ο Ελ Πεπόλδο κλαψούριζε και παραπονιότανε κλεισμένος στο σπίτι του.

'Ετσι λοιπόν,αφού στενοχωριόταν όταν έβλεπε τους άλλους ταυρομάχους στην τηλεόραση, κλεισμένος όλη τη μέρα στο σπίτι του και όλοι να τον κοροϊδεύουν, τρελάθηκε. Συμπεριφερόταν πολύ παράξενα. Κάποια μέρα έκανε κάτι, που στην πόλη όπου έμενε, δεν είχε ξαναγίνει: σκότωσε ένα κουνούπι! Ήταν ο πρώτος άνθρωπος σ εόλη τη γη που είχε καταφέρει να σκοτώσει αυτά τα ενοχλητικά μικροσκοπικά πλασματάκια. Το μέγεθός τους τα έκανε σχεδόν αόρατα και ο παράξενός θόρυβός τους ατρόμητα. Έτσι, κανείς δεν μπορούσε να τα αποφύγει.

Ήταν ένας ήρωας! Βγήκε έξω απ' το σπίτι του και άρχισε να φωνάζει: "Κουνουπομαχίες!" Από τότε λοιπόν οι κουνουπομαχίες αντικατέστησαν τις ταυρομαχίες. Ευτυχώς, δεν σκοτώθηκαν άλλοι ταύροι και τα κουνούπια εξοντώθηκαν.

Μυρσίνη

 

Το επόμενο πρωί στέλνει ένα μήνυμα στον κύριο Πικλ ότι είναι άρρωστος. Αρχίζει να λέει ο κ. Πικλ:

- Πω πω! Τώρα ποιος θα αγωνιστεί με τον Εβούλσιο; Αχά! Ξέρω ποιος! Ο ταυρομάχος Τεντ, ένα ςαπό τους καλύτερους.

Έτσι πήρε τηλέφωνο τον Τεντ και του είπε να ετοιμαστεί για τον αγώνα. Ο αγώνας ξεκινάει σε δύο ημέρες. Μόλις το έμαθε ο ταυρομάχος ξαφνιάστηκε.

- Αποκλείεται! Δεν είναι δυνατόν. Πώς θα το πω στην Αμαλασούνθα; Πρέπει να ακυρωθεί ο αγώνας.

Πάει λοιπόν στην Αμαλασούνθα και εξηγεί τι έγινε.

- Μουχουχου! Μουχουχου!, κάνει η καημένη αγελάδα. Και τώρα; Τι θα γίνει; Τι θα απογίνουν τα καημένα μοσχαράκια μου;

- Μην κλαις Αμαλασούνθα. Μην κλαις. Μου σπαράζεις την καρδιά. Θα προσπαθήσω να σταματήσω τον αγώνα.

- Ναι, αλλά πώς;

- Έχω ένα σχέδιο. Λοιπόν, κοίτα τι θα γίνει...

Ο ταυρομάχος εξηγεί το σχέδιο στην Αμαλασούνθα.

- Αχ, τι ωραία! Αυτό ακριβώς πρέπει να γίνει. Περίμενε, πάω να φέρω τον αδεφό μου. Θα μας βοηθήσει.

Την επόμενη μέρα ο ταυρομάχος, η αγελάδα και ο αδερφός της πάνε κρυφά στην αρένα.

- Παιδιά, εδώ είναι ο Εβούλσιο, λέει ο αδερφός της αγελάδας.

-Ναιιιιι!, κάνει η χαρούμενη Αμαλασούνθα.

Όμως κάτι απρόοπτο έγινε. Ενώ η ταυρομαχία θα γινόταν το βράδυ, έρχεται ο κ. Πικλ και λέει:

- Ας αρχίσει η μάχη!

Εισβάλουν τότε ο Εβούλσιο και ο Τεντ. Όμως ο ταυρομάχος είχε βρει ένα σχέδιο. Ξεκίνησε τότε ο αγώνας. Κάποια στιγμή τα φώτα κλείσανε. Ο έξυπνος ταυρομάχος πήρε ένα σκοινί, το έδεσε στο πόδι του και στο πόδι του ταύρου κι άρχισε να τον σέρνει.

Στο τέλος φύγανε από μία καταπακτή και η αγελάδα πέρασε μια τέλεια ζωή παρέα με τον ταύρο και τον ταυρομάχο.

Παντελία

 

Το ίδιο βράδυ, μίση ώρα πριν την ταυρομαχία, πήρε τηλέφωνο τον κύριο Ελ Πεπόλδο ένας φίλος του, ο οποίος είχε πάει ήδη στην αρένα και τον περίμενε μαζί με χιλιάδες να πολεμήσει τον ταύρο.

- Μα τι κάνεις τόση ώρα; Η ταυρομαχία όπου να 'ναι θα ξεκινήσει.

- Δεν μπορώ να έρθω. Εϊμαι πολύ άρρωστος, είπε στα ψέμματα ο κύριος Ελ Πεπόλδο.

- Και το συμβόλαιο;

- Βγάλε την υπογραφή  μου και βάλε άλλον να πολεμήσει τον ταύρο.

- Μα δεν γίνεται αυτό! Πρέπει να αλλάξουμε τον ταύρο.

- Τότε να ακυρωθεί η παράσταση.

- Μα δεν γίνονται αυτά που λες. Τόσος κόσμος έχει πληρώσει.

- Εγω δεν μπορώ να έρθω!, είπε θυμωμένα ο κύριος Ελ Πεπόλδο.

Εκείνη τη στιγμή χτυπάει την πόρτα η Αμαλασούνθα, η αγελάδα, που με αγωνία περίμενε να μάθει τι θα συμβει τελικά.

- Πρέπει να κλείσω, είπε ο κ. Ελ Πεπόλδο και έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο.

- Τι έγινε, θα πάτε στον αγώνα; ρώτησε με μεγάλη αγωνία.

- Όχι, της απάντησε. Αλλα μην ξεχνάς τη συμφωνία που κάναμε.

- Δεν τη ξεχναω κ. Ελ Πεπόλδο.

Το άλλο πρωί ο κ. Ελ Πεπόλδο πήρε την Αμαλασούνθα για το γάλα.

- Καλημέρα.

- Καλημέρα σας κύριε.

- Πότε θα μου το φέρεις;

- Θέλετε να σας το φέρω τώρα;

- Μα φυσικά.

Σε δέκα λεπτά η Αμαλασούνθα είχε φέρει το γάλα. Μαζί είχε έρθει και ένα από τα μικρά της. Ξαφνικά ένα νόμισμα πέφτει από το μικρούλι. Τότε κατάλαβαν πως αντί να του βγαίνει γάλα, βγαίνουν νομίσματα. Έτσι κάθε μέρα έδιναν τα νομίσματα στον κ. Ελ Πεπόλδο, με αποτέλεσμα να γίνει πλούσιος.

Άσπα

 

Το ίδιο απόγευμα επιστρέφει η Αμαλασούνθα και λέει στον ταυρομάχο:

- Τελικά, ο Εβούλσιο δεν σκοτώθηκε, οπότε θα τηρήσουμε τη συμφωνία μας.

- Εντάξει, έτσι εσύ θα μου δίνει καθημερινά γάλα και θα ανοίξουμε ένα τσίρκο.

Ξεκίνησαν οι δύο συνέταιροι να χτίζουν το τσίρκο τους. Τους πήρε μια τσιρκοεβδομάδα να το τελειώσουν, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ταυραστικό. Αφού προσέλαβαν όλους τους ζογκλέρ που χρειάζονταν, άνοιξαν το τσίρκο τους. Την πρώτη μέρα γέμισε από κόσμο. Μερικοί τσακώνονταν για τις τελευταίες θέσεις. Κάθε μέρα, το ταμείο ήταν γεμάτο λεφτά και κάποιες φορές χρειάζονταν κι άλλη ταμειακή μηχανή για να χωρέσουν όλα τα χρ'ηματα.

Και έτσι ο ταυρομάχος έγινε πλουσιομάχος και έζησε ήρεμα και ωραία με την οικογένειά του στην Ισπεπονία.

Θένη

 

Εντωμεταξύ στην αρένα όλοι ετοιμάζονταν για τις ταυρομαχίες. Το μεσημέρι όλη η Ισπεπονάλδα βρισκόταν μέσα στην αρένα. Ακούστηκε ο ήχος της έναρξης, ο Εβούλσιο ελευθερώθηκε κι έτσι ο αγώνας άρχισε.

- Ρε παιδιά, δεν έχουμε τον ταυρομάχο, ακούστηκε ένας οπαδός από την εξέδρα.

- Μπου, τα λεφτά μας πίσω κλέφτες, φώναξαν όλοι οι οπαδοί πετάγοντας πεπόνια στον ιδιοκτήτη. Ο ιδιοκτήτης είπε τότε στον υπηρέτη:

- Τρέξε στο σπίτι του Ελ Πεπόλδο και πες του ότι απολύεται.

- Αμέσως κύριε, είπε ο υπηρέτης κι έγινε καπνός.

Σε λίγη ώρα ο υπηρέτης χτύπησε την εξώπορτα τουΕλ Πεπόλδο και βλέπει, έκπληκτος, να του ανοίγει μια... αγελάδα.

- Ο Ελ Πεπόλδο;

- Εϊναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του άρρωστος.

- Θα ήθελα να τον δω, μπορώ να μπω;

- Μα φυσικά. Περάστε.

- Καλό μεσημέρι Δον Ελντοράντο, είπε ο Ελ Πεπόλδο, μόλις είδε τον υπηρέτη του αφεντικού του.

- Δεν ήρθατε στην αρένα, επειδή είστε άρρωστος;

- Ναι, λυπάμαι Δον Ελντοράντο.

- Μα τώρα; βρήκατε να αρρωστήσετε; Σήμερα που είχε σολντ άουτ;

- Αλήθεια, είχε σολντ άουτ; Ήρθε όλη η Ισπαπονάλδα να με δει να παλεύω με τον Εβούλσιο;

- Ακριβώς Ελ Πεπόλδο. Αλλά σήμερα είστε άρρωστος και σήμερα σας απέλυσε το αφεντικό.

- Πώς; Με απέλυσε; Καλά, ευχαριστώ Ελ Ντοράντο.

- Αντίο. Καλή ανάρρωση Ελ Πεπονάλδο.

Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω από τον υπηρέτη, ο Ελ Πεπονάλδο σηκώθηκε και άρχισε να χορεύει με την Αμανασούλθα.

- Το σχέδιο πέτυχε το σχέδιο πέτυχε, τραγουδούσαν.

- Τώρα που θα πάρω τον τελευταίο μου μισθό, θα μπορέσουμε να φτιάξουμε το τσίρκο. Έχω σκεφτεί ήδη το όνομα: "Εβούλσιο, το όγδοο θαύμα του κόσμου".

- Πολύ καλό, μπράβο.

Την ίδια στιγμή στην αρένα ο Δον Ελντοράντο παρουσιάζεται στο αφεντικό του.

- Γιατί άργησες, φώναξε θυμωμένα το αφεντικό.

- Ο Ελ Πεπόλδο με κράτησε λίγη περισσότερη ώρα.

- Εντάξει, τώρα στρώσου στη δουλειά τεμπέλη. Πρέπει να καθαρίσεις την αρένα, είναι γεμάτη πεπόνια.

- Εντάξει αφεντικό. Τον ταύρο τι να τον κάνω;

- Ελευθέρωσέ τον. Θα πάρει πολύ καιρό μέχρι να βρούμε αντικαταστάτη του Ελ Πεπόλδο.

-Αμέσως αφεντικό.

Μόλις ο Εβούλσιο απελευθερώθηκε, έτρεξε στην αγαπημένη του, την Αμαλασούνθα.

- Αγαπημένη μου,πού είσαι; φώναζε ο ΕΒούλσιο.

- Εδώ είμαι άντρα μου.

- Ευτυχώς είμαι και πάλι κοντά σου.

- Σου είχα πει να μην πάρεις τη δουλειά, αλλά εσύ ούτε που με άκουγες.

- Μα... αγαπημένη μου, χρειαζόμασταν τα λεφτά.

- Χρειαζόμασταν λεφτά,αλλά με αυτή τη δουλειά θα άφηνες τα παιδιά μας ορφανά από πατέρα κι εμένα χήρα. Πάμε σπίτι τώρα αμέσως.

- Εγώ για το καλό μας το έκανα καλή μου.

- Δεν ακούω κουβέντα. Φύγαμε.

- Μα τι θα γίνει το τσίρκο; παρεμβαίνει ο άνεργος Ελ Πεπόλδο.

- Το σχέδιο "τσίρκο" ματαιώθηκε. Πάμε σπίτι τώρα, αχαΐρευτε!

- Ναι καλή μου, είπε ο Εβούλσιο με σκυφτό το κεφάλι από ντροπή.

Ο Ελ Πεπόλδο δεν έφερε αντίρρηση στη θυμωμένη Αμαλασούνθα και την άφησε να φύγει. Από τη στιγμή του χωρισμού ο Ελ Πεπόλδο άρχισε να καταστρώνει ένα σχέδιο, για να ξαναπάρει τη δουλειά του ταυρομάχου πίσω. Τελικά, ύστερα από αρκετή ώρα, κατόρθωσε να βρει το τέλειο σχέδιο. Μόλις παρουσιάστηκε στο αφεντικό του, έπεσε στα γόνατα και τον παρακάλεσε. Παραδόξως, το σχέδιο πέτυχε και μέσα σ εμια εβδομάδα ξανάρχισε τις ταυρομαχίες.

Τι κρίμα όμως που τα μόνα πράγματα στις εξέδρες ήταν οι ιστοί των αραχνών και ένα ξεχασμένο... πεπόνι.

Θοδωρής

 

Μετά από λίγες ώρες ήρθε η στιγμή του αγώνα, αλλά ο ταυρομάχος ήταν ακόμα στο κρεβάτι και έκανε τον άρρωστο. Τότε ήρθε ο χορηγός του ονόματι Χουάν Πάμπλο Τίτο Μαρέλα, μπήκε μέσα και του έβαλε τις φωνές.

- Τι κάνεις εδώ; Γιατί είδαι ξαπλωμένος; Ο αγώνας άρχισε.

Φυσικά εκείνος δεν είπε την αλήθεια.

- Μα αφεντικό, είμαι άρρωστος και...

- Δεν ακούω τίποτα. Σήκω πάνω και πάμε.

Ο Τίτο Μαρέλα τον σήκωσε με το ζόρι και τον πήγε στην αρένα.

Η Αμαλασούνθα, η αγελάδα, τον είδε από την είσοδο της αρένας να μπαίνει στο στάδιο και το χαμόγελό της έσβησε.

-Μουχουχου! Μουχουχου! Δεν τήρησε την υπόσχεσή του, είπε η αγελάδα.

Αλλά ο ταυρομάχος βρήκε ένα έξυπνο σχέδιο. σκέφτηκε ότι θ αμπορούσε να αντικαταστήσει τον Εβούλσιο με έναν άλλο ταύρο.

Ύστερα ο Ελ Πεπόλδο μπήκε στην αρένα μαζί με τον ταύρο. Έγινε μια σκληρή μονομαχία ώσπου ο ταυρομάχος σκότωσε τον ταύρο.

Η Αμαλασούνθα ήτνα τόσο θλιμμένη κια θυμωμένη με τον Ελ Πεπόλδο, που δεν στάθηκε ούτε να πάρει απαντήσεις στα ερωτήματά της και έφυγε.

Ο Ελ Πεπόλδο,μετά από λίγη ώρα, συνειδητοποίησε ότι η αγελάδα λείπει και έτρεξε να την βρει, αλλά δεν την βρήκε πουθενά. Ήταν πολύ λυπημένος, γιατί δεν θα την ξαναέβλεπε ποτέ.

Ο ταυρομάχος αργότερα ρώτησε τον Εβούλσιο:

- Πού συνηθίζει να πηγαίνει  η γυναίκα σου;

- Πηγαίνει στο πράσινο λιβάδι, στην Αμαλία τη φίλη της. Έλα, θα σου δείξω εγώ πού είναι, απάντησε.

Αργότερα έφτασαν στο πράσινο λιβάδι και την είδαν να περιπλανιέται στο καταπράσινο γρασίδι. Ο Εβούλσιο έτρεξε γρήγορα και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Τότε η Αμαλασούνθα ντράπηκε πολύ που φέρθηκε άσχημα στον Ελ Πεπόλδο, του ζήτησε συγνώμη και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Αλέξανδρος