Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014
Το σαββατοκύριακο που πέρασε ο πατέρας μου με έστρωσε στη δουλειά. Και τι δεν κάναμε! Πήγαμε στο σούπερ μάρκετ, στο συνεργείο και στο τέλος πλύναμε το αυτοκίνητο.. δουλειές με φούντες δηλαδή. Και επειδή του πατέρα μου δεν του αρέσει να κάνει μισές δουλειές, το πλύναμε με το χέρι. Δεν με άφησε να σηκώσω κεφάλι. Εγώ από την πολλή κούραση έχω να πω ότι η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
Σ.
Τις καθημερινές δουλεύω σαν σκυλί, γιατί ο κύριός μας μας στρώνει στη δουλειά. Εμείς δεν σηκώνουμε κεφάλι όμως. Μερικοί βέβαια κάνουν δουλειές του ποδαριού. Χθες είχα δουλειές με φούντες. Ευτυχώς όμως δεν είχαμε ιστορία. Στην πραγματικότητα, είχαμε να πάμε μια εβδομάδα σχολείο, αλλά όπως λέει κι ο λαός: "Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη".
Ν.
Τόσες μέρες δούλευα σαν σκυλί για να τελειώσω μια εργασία. Αποφάσισα λοιπόν, μια και είχα πολύ λίγες ασκήσεις να κάνω, να ξεκουραστώ και να μη διαβάσω τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, όλοι ξέρουν πως η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
Όμως, καθώς κοιμόμουν στο καλό μου κρεβατάκι, κατάλαβα πως η μέρα μου θα ήταν το χειρότερο βασανιστήριο. Θυμήθηκα πως έγραφα επαναληπτικό στην ιστορία…
Έτρεξα γρήγορα στο δωμάτιό μου, γιατί ήξερα ότι μου είχε μείνει μόνο μισή ώρα μέχρι να πάω να παίξω στη γειτονιά με τους φίλους μου. Στρώθηκα, λοιπόν, στη δουλειά, όχι μόνο επειδή ήθελα να παίξω, αλλά και γιατί ο δάσκαλός μου την επόμενη μέρα θα έβαζε τις φωνές. Θα έλεγε ότι πάντα κάνω μισές δουλειές και ότι το διάβασμα που κάνω είναι δουλειά του ποδαριού.
Είχε πια νυχτώσει. Οι φίλοι μου είχαν πια τελειώσει το παιχνίδι τους κι εγώ ήμουν ακόμα κλεισμένη στο σπίτι μου και διάβαζα. Δε σήκωνα κεφάλι απ’ το βιβλίο, αλλά δεν μπορούσα να μάθω τίποτα. Όλα τα μαθήματα που είχαμε κάνει είχαν σβηστεί απ’ το μυαλό μου. Νύστα ζα τόσο πολύ που μπέρδευα τα πάντα. Μπέρδευα τις χρονολογίες, τα πρόσωπα, αλλά και τις περιοχές που συνέβαιναν τα τόσο ενδιαφέροντα – όπως λέει ο δάσκαλος- γεγονότα.
Το διάβασμά μου διέκοψε ένα τηλεφώνημα. Ήταν μια φίλη μου. Ο διάλογος μας ήταν ο εξής:
- Μυρσίνη, γιατί δεν έπαιξες μαζί μας;
- Μα έχω δουλειές με φούντες. Διαβάζω ιστορία.
- Με δουλεύεις; Αφού έχεις μπροστά σου ολόκληρο σαββατοκύριακο.
Εγώ τότε έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Είχα μπερδευτεί και ξέχασα πως ήταν Παρασκευή και πως είχα όλο το σαββατοκύριακο για να κάνω επανάληψη. Έκλεισα το τηλέφωνο. Δεν ήξερα τι να κάνω. Μία ήταν η κατάλληλη αντίδραση: Μέσα στο θυμό μου πήρα το βιβλίο της ιστορίας και ...
Ξέρω, δεν θα μπορούσα να το δικαιολογήσω αυτό, αλλά δεν είχα ξανανιώσει τόσο χαρούμενη για μια πράξη μου ποτέ ξανά στη ζωή μου!!!
Μυρσίνη
[…] Μην της μιλάτε έτσι. Η Θεώνη έχει δουλειές με φούντες.
- Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου! Άντε, έβγαλες και εσύ μια γλώσσα να!
Μπαίνει από τις φωνές η Ιφιγένεια, η αδερφή του διευθυντή, γελώντας.
- Κάποιος ξύπνησε με νεύρα Ηλία. Χα! Χα! Χα!
- Καλά, γέλα εσύ. Αν συνεχίσετε έτσι, θα την πληρώσετε όλες σας.
Και τραγουδάνε όλες μαζί με μια φωνή:
Κάποιος δεν ξύπνησε καλά.
Ξέχασε στο σπίτι τα μυαλά.
Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτή τη δουλειά.
Χα! Χα! Χα! Χα!
Ά.
[…] Όταν γύρισε, είδε όλα τα ζώα πεινασμένα. Ρώτησε το μικρό γιατί έκανε μισές δουλειές, Αυτός του απάντησε:
- Με δουλεύεις αφεντικό; Από το πρωί δεν έχω σηκώσει κεφάλι.
- Και τι έκανες δηλαδή;
- Καθόμουν και πρόσεχα τα ζώα.
- Μα εγώ σου είπα να τα ταΐσεις.
- Δεν το κατάλαβα αυτό, είπε ο μικρός.
Tο αφεντικό τον άρπαξε από το γιακά και του είπε: […]
Φώτης
[...] Την επόμενη μέρα, παρέδωσαν τα παιδιά τις εκθέσεις τους και ο δάσκαλος τις έλεγχε. Ξαφνικά καλεί τον Γιώργο.
«Είμαι πολύ απογοητευμένος μαζί σου» του λέει ο δάσκαλος.
«Γιατί κύριε» ρωτάει ο Γιώργος.
«Επειδή η έκθεσή σου είναι δουλειά του ποδαριού. Τα γράμματα πετάνε, δεν υπάρχουν σημεία στίξης και παράγραφοι» απάντησε ο δάσκαλος.
«Με δουλεύετε;»
«Καθόλου. Πήγαινε στη θέση σου Γιώργο Παπαδόπουλε».
«Μα εγώ είμαι ο Γιώργος Μπακόπουλος»
«Τι; Συγγνώμη για το μπέρδεμα. Γιώργο Παπαδόπουλε, έλα εδώ. Εσύ μπορείς να φύγεις Μπακόπουλε».
«Ωραία. Εμένα, που δουλεύω σα σκυλί, να μου πει ότι κάνω μισές δουλειές; Δε γίνονται αυτά τα πράγματα» σκέφτηκε ο Γιώργος.
Θοδωρής
Σάββατο πρωί! Η πιο χαρούμενη και ξεκούραστη μέρα της εβδομάδας! Κι όμως, μια λάθος επιλογή μπορεί να την πληρώσεις ακριβά και να μην μπορείς να σηκώσεις κεφάλι. Αυτό μου συνέβη το προηγούμενο Σάββατο.
Πρωί πρωι, ή θεία μου, η Μαίρη, με πήρε τηλέφωνο.
- Τι κάνεις αγόρι μου; Μου είπε. Μήπως μπορείς να με εξυπηρετήσεις;
- Δούλος σας, της απάντησα.
Αυτό ήταν όλο κι όλο. Μ’ έστρωσε για τα καλά στη δουλειά. Και πού δεν πήγαμε: στο σούπερ μάρκετ, στη λαϊκή, το σκυλί της βόλτα. Δουλειές με φούντες δηλαδή.
Όταν όλοι καθίσαμε το μεσημέρι στο τραπέζι, την άκουσα να λέει: «Τρώτε όλοι το φαγητό σας»
Εγώ από την κούραση δεν μπορούσα να μιλήσω. Σιγομουρμούρισα μόνο: «Καλά λένε, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη».
Αλέξανδρος
Συναντιούνται δύο φίλοι μετά από πολά χρόνια και συζητούν για τις δουλειές:
- Γεια σου Γιώργο! Πώς πας στη νέα σου δουλειά;
- Άσε, πού να στα λέω. Δουλεύω σαν το σκυλί.
- Πω, πω! Γιατί έτσι;
- Να, έχουμε ένα νέο διευθυντή πολύ σκληρό. Μας στρώνει στη δουλειά. Γινόμαστε αναγκαστικά δούλοι του.
- Και τι δουλειά είναι αυτή;
- Τώρα είμαι λογιστής. Δεν είναι και η καλύτερη δουλειά.
- Έχεις δίκιο. Κάνεις κάτι που να σε ευχαριστεί σ' αυτή τη δουλειά;
- Για να λέμε την αλήθεια, όχι. Αφού να φανταστείς, δεν μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι. Άμα σε ακούσει ο διευθυντής, αμέσως θα σου βάλει τις φωνές και θα σου αφαιρέσει 100 ευρώ από το μισθό σου.
- Τώρα που το έφερε η κουβέντα, παίρνεις καλό μισθό;
- Τώρα ναιθ. Τους πρώτους τρεις μήνες, όχι.
- Γιατί;
- Εϊναι μεγάλη ιστορία.
- Πες τη μου.
- Καλά. Ήταν απόγευμα και εγώ, καθώς είχα τελειώσει τη δουλειά, έπρεπε να πάω κάποια τυπωμένα χαρτιά στον διευθυντή. Εκείνη την ώρα μέσα στο γραφείο του ήταν κι άλλος ένας διευθυντής και συζητούσαν για το οικονομικό θέμα.
- Και μετά τι έγινε;
- Εγώ, περίεργος καθώς ήμουν, έκατσα έξω από την πόρτα και τους κρυφάκουγα. Τότε, άκουσα να λένε ότι απ' όλους τους υπαλλήλους είχαν κόψει 500 ευρ'ω από το μισθό τους. Ακριβώς εκείνη τη στιγμη έσκισα τα χαρτιά και τα πέταξα κάτω χωρίς μετά να τα μαζέψω.
- Και πώς τον ανάγκασες να σου δώσει πίσω τα λεφτά;
- Μη βιάζεσαι, θα σου πω. Την επόμενη μέρα, λοιπόν, λίγο πριν έρθει ο διευθυντής, πρόλαβα και είπα σοτυς υπόλοιπους υπαλλήλους αυτά που άκουσα. Αφού κατάλαβαν όλοι ότι μας δούλευε, αποφασίσαμε να τον κοροϊδέψουμε κι έμεις. Μπήκε μέσα και κοίταξε αν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας. Αλλά έμεις κάναμε μισές δουλειά.
Τότε μας έφερε κι άλλα πολλά χαρτιά για να τα φτιάξουμε. Εγώ απάντησα "Σε δουλειά να βρισκόμαστε, κύριε". Με κοίταξε άγρια και με ρώτησε γιατί το είπα αυτό. Του απάντησα πολύ ψύχραιμα ότι δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω εδώ. Εξοργισμένος έβαλε τις φωνές. Ένας γείτονας χωρίς να χάσει ευκαιρία τον βιντεοσκοπούσε. Ο διευθυντής του είπε πολύ άγρια να κοιτάζει τη δουλειά του. Βρήκα, λοιπόν, την ευκαιρία να του πω ξεκάθαρα: "Δεν θα είχαμε κάνει δουλειά του ποδαριού, αν μας είχατε δώσει ολόκληρο το μισθό μας". Όλοι τον κοιτάζαμε αγριεμένα.
Ο διευθυντής αναγκάστηκε να μας αυξήσει το μισθό. Όμως η δουλειά έγινε ακόμα πιο σκληρή.
- Φοβερή ιστορία! Ευτυχώς για μένα η δουλειά είναι εύκολη.
- Είσαι τυχερός.
- Ναι, πολύ. Τώρα πάω για μεσημεριανό. Θα τα πούμε μετά. Καλό μεσημέρι!
- Γεια, καλό μεσημέρι!
Άσπα |